-
1 αλεξητηριος
-
2 αλεξητήριος
ία, ον предохранительный;αλεξητήριον φάρμακον — противоядие
-
3 επωνυμος
I21) данный в качестве имениτῷ δ΄ Ὀδυσεὺς ὄνομα ἔστω ἐπώνυμον Hom. — пусть будет ему наречено имя Одиссей;
οἱ δὲ ἄνακτα Πύθιον καλέουσιν ἐπώνυμον Hom. — властелина (Аполлона) называют именем «Пифийского»2) дающий (давший) названиеαὐτό μοι σὺ λαβὼν ἐπώνυμον (sc. σάκος), Ἐυρύσακες Soph. — возьми, Эврисак, щит, давший тебе имя;
ἐ. πόλεως Plut. — давший свое имя городу;Ζεὺς ἀλεξητήριος ἐ. γένοιτο! Aesch. — да сделает Зевс-хранитель по имени своему!3) прозванный, наименованныйἐ. τινος Pind., Her., Aesch. или ἐπί τινος Her. — названный (так) по чему-л. или вследствие чего-л.;
ἱδρύσασθαι τέν πόλιν Ἀθηναίῃ ἐπωνύμῳ Κραθίῃ Her. — построить город в честь Афины (по прозвищу) КратийскойIIὅ эпоним, «дающий чему-л. свое имя», «тот, именем которого что-л. названо»οἱ ἐπώνυμοι (sc. ἥρωες) Isocr., Dem. — герои-эпонимы (легендарные герои аттических племен, именами которых были названы 10 фил Клисфена);
См. также в других словарях:
αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) … Dictionary of Greek
ἀλεξητήριος — able to keep off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίων — ἀλεξητήριος able to keep off fem gen pl ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριον — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc sg ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίοις — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίου — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίους — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίῳ — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήρια — ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριοι — ἀλεξητήριος able to keep off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek