-
1 αλεξητήριος
-
2 ἀλεξητήριος
-
3 ἀλεξητήριος
A able to keep off, defend, or help, esp. as epith. of gods,Ζεὺς ἀ. A.Th.8
; ξύλον ἀ. club for defence, E.HF 470.2 ἀλεξητήριον (sc. φάρμακον), τό, remedy, medicine, Hp.Acut.54; protection, X.Eq.5.6; ἀ. τῆς δηλήσεως charm against.., Thphr.HP7.13.4;ἀ. νούσων Nic.Th.7
, IG9(1).881.3 ([place name] Corcyra);ὄρη ἀ. ὑετῶν Aristid. Or.48(1).11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξητήριος
-
4 αλεξητηρίων
ἀλεξητήριοςable to keep off: fem gen plἀλεξητήριοςable to keep off: masc /neut gen pl -
5 ἀλεξητηρίων
ἀλεξητήριοςable to keep off: fem gen plἀλεξητήριοςable to keep off: masc /neut gen pl -
6 αλεξητήριον
ἀλεξητήριοςable to keep off: masc acc sgἀλεξητήριοςable to keep off: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀλεξητήριον
ἀλεξητήριοςable to keep off: masc acc sgἀλεξητήριοςable to keep off: neut nom /voc /acc sg -
8 αλεξητηρίοις
-
9 ἀλεξητηρίοις
-
10 αλεξητηρίου
-
11 ἀλεξητηρίου
-
12 αλεξητηρίους
-
13 ἀλεξητηρίους
-
14 αλεξητηρίω
-
15 ἀλεξητηρίῳ
-
16 αλεξητήρια
-
17 ἀλεξητήρια
-
18 αλεξητήριοι
-
19 ἀλεξητήριοι
-
20 ἀποσοβητήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσοβητήριος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) … Dictionary of Greek
ἀλεξητήριος — able to keep off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίων — ἀλεξητήριος able to keep off fem gen pl ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριον — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc sg ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίοις — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίου — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίους — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητηρίῳ — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήρια — ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητήριοι — ἀλεξητήριος able to keep off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek