-
1 αλγινοεις
-
2 αλγινόεις
-
3 ἀλγινόεις
-
4 ἀλγινόεις
-
5 ἀλγινόεις
ἀλγινόεις, schmerzlich; mühevoll -
6 ἀλγινόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλγινόεις
-
7 αλγινόεντ'
ἀλγινόεντα, ἀλγινόειςpainful: neut nom /voc /acc plἀλγινόεντα, ἀλγινόειςpainful: masc acc sgἀλγινόεντι, ἀλγινόειςpainful: masc /neut dat sgἀλγινόεντε, ἀλγινόειςpainful: masc /neut nom /voc /acc dual -
8 ἀλγινόεντ'
ἀλγινόεντα, ἀλγινόειςpainful: neut nom /voc /acc plἀλγινόεντα, ἀλγινόειςpainful: masc acc sgἀλγινόεντι, ἀλγινόειςpainful: masc /neut dat sgἀλγινόεντε, ἀλγινόειςpainful: masc /neut nom /voc /acc dual -
9 αλγινόεν
-
10 ἀλγινόεν
-
11 αλγινόεντα
-
12 ἀλγινόεντα
-
13 αλγινοέσση
-
14 ἀλγινοέσσῃ
-
15 αλγινόεντας
-
16 ἀλγινόεντας
-
17 αλγινόεντες
-
18 ἀλγινόεντες
-
19 αλγινόεντι
-
20 ἀλγινόεντι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλγινόεις — ἀλγινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αλγεινός, οδυνηρός 2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής 3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις*] … Dictionary of Greek
ἀλγινόεις — painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεν — ἀλγινόεις painful masc voc sg ἀλγινόεις painful neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεντα — ἀλγινόεις painful neut nom/voc/acc pl ἀλγινόεις painful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινοέσσῃ — ἀλγινόεις painful fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεντας — ἀλγινόεις painful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεντες — ἀλγινόεις painful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεντι — ἀλγινόεις painful masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεντος — ἀλγινόεις painful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεσσα — ἀλγινόεις painful fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγινόεσσαν — ἀλγινόεις painful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)