-
1 ἀλγεσί-δωρος
ἀλγεσί-δωρος, Schmerz bringend, Opp. H. 2, 668.
-
2 ἀλγεσίδωρος
ἀλγεσί-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλγεσίδωρος
-
3 ἀλγεσίδωρος
-
4 αλγεσιδωρος
См. также в других словарях:
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
αλγεσίδωρος — ἀλγεσίδωρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί άλγος, πόνο, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλγεσι (< ἄλγος) + δωρος (< δῶρον)] … Dictionary of Greek