Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλγεσί-δωρος

См. также в других словарях:

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • αλγεσίδωρος — ἀλγεσίδωρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί άλγος, πόνο, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλγεσι (< ἄλγος) + δωρος (< δῶρον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»