-
1 αλατοπωλια
См. также в других словарях:
αλατοπωλία — ἁλατοπωλία, η (Α) η πώληση αλατιού, το δικαίωμα πωλήσεως αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλας ατος + < πωλία < πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek
ἁλατοπωλίαν — ἁλατοπωλίᾱν , ἁλατοπωλία right of vending salt fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)