-
1 ἁλατοπωλία
ἁλᾰτοπωλία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλατοπωλία
-
2 αλατοπωλίαν
-
3 ἁλατοπωλίαν
См. также в других словарях:
αλατοπωλία — ἁλατοπωλία, η (Α) η πώληση αλατιού, το δικαίωμα πωλήσεως αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλας ατος + < πωλία < πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek
ἁλατοπωλίαν — ἁλατοπωλίᾱν , ἁλατοπωλία right of vending salt fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)