-
1 αλαζόνας
-
2 ἀλαζόνας
-
3 αλαζόνας
arrogantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλαζόνας
-
4 ἀποτρέπω
A turn away from,εἰ δὲ σὺ.. τιν' ἄλλον.. ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249
, cf. 20.256;ὅθεν.. ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη 11.758
; deter or dissuade from,τινός τινα Th.3.39
;τινὰ τῆς κακουργίας Id.6.38
;τῆς γνώμης And.3.21
, etc.: c. inf.,ἀ. προσωτέρω τὸ μὴ πορεύεσθαι Hdt.1.105
;ἀ. βοᾶν A.
Supp..900 (lyr.);δηλοῦν D.60.26
, cf. X.Mem.4.7.5,6: c. part.,ἀ. τινὰ ὑβρίζοντα A.Supp. 880
:—[voice] Pass.,ὁ παραβαίνειν τι βουλόμενος τῷ μὴ προὔχων ἂν ἐπελθεῖν -τρέπεται Th. 3.11
, cf. Plu.Fab.19.2 c. acc. pers. only, turn away or back,πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Il.15.276
: c. dat. modi, , cf. 109; τοὺς ἀλαζόνας ἀ. deter them, Pl.Chrm. 173c; opp. παροξῦναι, D.21.37; opp. συμβουλεύω, Arist.Rh. 1391b33, etc.3 c. acc. rei, turn back again,ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός Pi.N.4.69
.4 turn aside, avert,ἀπὸ δὲ.. ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes.Sc. 455
; pervert,δίκας κέλευθον ὀρθᾶς B.10.27
; τὸ σφάλμα ἀ. prevent, avert it, Hdt.1.207;τὸ μέλλον γενέσθαι Id.3.65
, cf. 8.29, al.; ἀ. βλάβην, συμφοράν, Pl.Grg. 509b, Phdr. 231d; ἀ. τὴν εἰρήνην prevent its being made, X.HG6.3.12.5 turn from others against one, ἐπὶ τῷδε.. οὐκ ἔγχος τις.. ἀποτρέψει; v. l. in S. Tr. 1013 (lyr.):—[voice] Pass.,ἀποτετράφθαι πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν Plu.Fab.19
:—[voice] Med., ἀποτραπόμενος πρὸς θυσίαν, i.e. turning away from other objects to this one, Id.Rom.7;εἰς τὴν μεσογείαν -τραπόμενος Luc.Tox.52
.II [voice] Med. and (later) [voice] Pass., turn from, desist from, c. part.,ἀπετράπετ' ὄβριμος Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους Il.10.200
: c. inf., , cf. Antipho 5.32, D.Prooem.23 (b);ἀ. ἐκ κινδύνων Th.2.40
;ἀ. τοῦ ἐρωτήματος X.Oec.15.13
.3 c. acc. rei, turn away from, shrink from,δεῖμα πολιτῶν A.Th. 1065
(anap.); (lyr.), cf. Th.3.68, and late Prose, Plu.Cleom.9, etc.6 beat off, repulse, Plu.Brut.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρέπω
-
5 ἀμεύσασθαι
Grammatical information: v.Etymology: The basic meaning is uncertain; see DELG. One compares ἀμύνω (improbable), further Lat. moveo, Lith. máuju máuti `tear off', Skt. mī́vati `move, push' (from * miH-(e)u-, the Greek form continuing * mieu-); all rather uncertain. If IE, the root may be * h₂meu-.Page in Frisk: 1,92Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμεύσασθαι
-
6 διαμευστάς
Grammatical information: acc.pl.Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Page in Frisk: 1,386Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διαμευστάς
См. также в других словарях:
αλαζόνας — ο ο φαντασμένος, ο καυχησιάρης: Ήταν τόσο αλαζόνας ώστε τον απόφευγαν όλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαζόνας — ο βλ. αλαζών … Dictionary of Greek
ἀλαζόνας — ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
NUDI Pedes — viriles magis, quam in calceis, verba Tertull. de Pallio. Ubi, si quid calceatûs inducitur a palliatis, sandalia esse, non calceos, quae res mundissima est: frequentius tamen nihil calceatûs inducere, sed nudipedes agere, hocque virile magis esse … Hofmann J. Lexicon universale
αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… … Dictionary of Greek
αγαυριώμαι — ἀγαυριῶμαι ( άομαι) (Α) [ἀγαυρός] είμαι αναιδής, αλαζόνας … Dictionary of Greek
αγερωχώ — ἀγερωχῶ, έω (Μ) [ἀγέρωχος] 1. είμαι υπερήφανος, αλαζόνας 2. (για άλογα) είμαι ατίθασος … Dictionary of Greek
αλαζονεύομαι — (Α ἀλαζονεύομαι) είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ αρχ. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών όνος. ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα] … Dictionary of Greek
αυχηματίας — αὐχηματίας, ο (Μ) [αύχημα] καυχησιάρης, αλαζόνας … Dictionary of Greek