Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκήρατος

См. также в других словарях:

  • ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …   Dictionary of Greek

  • Ἀκήρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήρατος — undefiled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδείς δ’ἄμωμος οὔδ’ ἀκήρατος. — См. Ни дерева без порока, ни коня без подтычки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀκηράτως — ἀκήρατος undefiled adverbial ἀκήρατος undefiled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρότατον — ἀκήρατος undefiled masc acc sg ἀκήρατος undefiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήρατον — ἀκήρατος undefiled masc/fem acc sg ἀκήρατος undefiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηροτάτου — ἀκήρατος undefiled masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκηράτοις — Ἀκήρατος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηράτοις — ἀκήρατος undefiled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκηράτοισι — Ἀκήρατος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»