-
1 ακηρατος
21) несмешанный, чистый(ὕδωρ Hom., Theocr.; ποτόν Aesch.; χεῦμα Soph.)
2) беспримесный, чистопробный(χρυσός Her., Plat., Plut., Luc.)
3) нетронутый, невредимый, целый(οἶκος καὴ κλῆρος Hom.; ἁνίαι Pind.; σκἀφος Aesch.)
4) чистый, непорочный(ἤθη Plat.; παρθένος Eur.)
5) некошенный(λειμών Eur.)
6) незыблемый, непоколебимый(φιλία Xen.)
7) непосещаемый, малоизвестный(ἐμπόριον Her.)
-
2 Ακηρατος
ὁ Акерат ( дельфийский прорицатель) Her. -
3 ακηροτατος
Anth. superl. к ἀκήρατος См. ακηρατος
См. также в других словарях:
ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… … Dictionary of Greek
Ἀκήρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκήρατος — undefiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδείς δ’ἄμωμος οὔδ’ ἀκήρατος. — См. Ни дерева без порока, ни коня без подтычки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀκηράτως — ἀκήρατος undefiled adverbial ἀκήρατος undefiled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρότατον — ἀκήρατος undefiled masc acc sg ἀκήρατος undefiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκήρατον — ἀκήρατος undefiled masc/fem acc sg ἀκήρατος undefiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηροτάτου — ἀκήρατος undefiled masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκηράτοις — Ἀκήρατος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηράτοις — ἀκήρατος undefiled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκηράτοισι — Ἀκήρατος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)