-
1 Ακάμας
-
2 Ἀκάμας
-
3 ακάμας
-
4 ἀκάμας
-
5 ἀκάμας
1 unwearyingπτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος N. 6.39
μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9. -
6 ἀκάμας
-
7 Ἀκάμᾶς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀκάμᾶς
-
8 ἀκάμᾶς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκάμᾶς
-
9 ακάμαντ'
ἀκάμαντα, ἀκάμαςuntiring: neut nom /voc /acc plἀκάμαντα, ἀκάμαςuntiring: masc acc sgἀκάμαντι, ἀκάμαςuntiring: masc /neut dat sgἀκάμαντε, ἀκάμαςuntiring: masc /neut nom /voc /acc dual -
10 ἀκάμαντ'
ἀκάμαντα, ἀκάμαςuntiring: neut nom /voc /acc plἀκάμαντα, ἀκάμαςuntiring: masc acc sgἀκάμαντι, ἀκάμαςuntiring: masc /neut dat sgἀκάμαντε, ἀκάμαςuntiring: masc /neut nom /voc /acc dual -
11 Ακάμαντ'
Ἀκάμαντα, Ἀκάμαςmasc acc sgἈκάμαντι, Ἀκάμαςmasc dat sgἈκάμαντε, Ἀκάμαςmasc nom /voc /acc dual -
12 Ἀκάμαντ'
Ἀκάμαντα, Ἀκάμαςmasc acc sgἈκάμαντι, Ἀκάμαςmasc dat sgἈκάμαντε, Ἀκάμαςmasc nom /voc /acc dual -
13 ακάμαντα
-
14 ἀκάμαντα
-
15 'καμαν
ἄκαμαν, ἀκάμαςuntiring: neut nom /voc /acc sg -
16 Ακάμα
-
17 Ἀκάμα
-
18 Ακάμαν
-
19 Ἀκάμαν
-
20 Ακάμαντα
См. также в других словарях:
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek
Ἀκάμας — Ἀκάμᾱς , Ἀκάμας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμας — ἀκάμᾱς , ἀκάμας untiring masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμαντα — ἀκάμας untiring neut nom/voc/acc pl ἀκάμας untiring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκάμα — Ἀκάμας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκάμαν — Ἀκάμας masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκάμαντα — Ἀκάμας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκάμαντας — Ἀκάμας masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμαντας — ἀκάμας untiring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκάμαντες — Ἀκάμας masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμαντες — ἀκάμας untiring masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)