Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀκάμαντα

См. также в других словарях:

  • Ἀκάμαντα — Ἀκάμας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμαντα — ἀκάμας untiring neut nom/voc/acc pl ἀκάμας untiring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμαντ' — ἀκάμαντα , ἀκάμας untiring neut nom/voc/acc pl ἀκάμαντα , ἀκάμας untiring masc acc sg ἀκάμαντι , ἀκάμας untiring masc/neut dat sg ἀκάμαντε , ἀκάμας untiring masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκάμαντ' — Ἀκάμαντα , Ἀκάμας masc acc sg Ἀκάμαντι , Ἀκάμας masc dat sg Ἀκάμαντε , Ἀκάμας masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάμαντος — η, ο ακούραστος, αδάμαστος, ασταμάτητος («επί τα νώτα ακάμαντα τών ζέφυρων», «τα ακάμαντα άλογα τού Ηλίου ιδού εκβαίνουν» Κάλβος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκάμας, αντος] …   Dictionary of Greek

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • Ακαμάτης, Άγιος Γεώργιος — Ονομασία της χριστιανικής εκκλησίας στην οποία είχε μετατραπεί ο αρχαίος ναός του Ηφαίστου (Θησείο). Λεγόταν επίσης Ακάμας και αργότερα Ακάματος. Από διάφορες μαρτυρίες περιηγητών την εποχή της τουρκοκρατίας πληροφορούμαστε ότι λεγόταν Α. γιατί… …   Dictionary of Greek

  • Σύνναδα — Πόλη της Μ. Ασίας στη Φρυγία, που χτίστηκε από κάποιον Ακάμαντα, αρχηγό Μακεδόνων άποικων. Τη Σ. πολιόρκησε ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος, που την κατέλαβε το 302 π.Χ. Γνώρισε μεγάλη ακμή στα ρωμαϊκά χρόνια και έγινε πρωτεύουσα της ομώνυμης… …   Dictionary of Greek

  • Φυλλίδα — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά των Βισαλτών της Θράκης, Σίθωνα, ηρωίδα της τοποθεσίας που πήρε το όνομά της στον κάτω Στρυμόνα. Αγάπησε τον γιο του Θησέα Ακάμαντα ή τον αδελφό του Δημοφώντα, επειδή όμως πέρασε η προθεσμία που είχαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»