Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκυρολογία

См. также в других словарях:

  • ἀκυρολογία — ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc/acc dual ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ἀκυρολογίας — ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc pl ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρολογίαν — ἀκυρολογίᾱν , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρολογίαις — ἀκυρολογία incorrect phraseology fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυρολογικός — ή, ό [ακυρολογία] αυτός που αναφέρεται στην ακυρολογία …   Dictionary of Greek

  • TOREUMA — apud Martialem, l. 4. Epigr. 39. v. 4. Solus Phidiaci toreuma caeli, Solus Mentoreos habes labores: Latinis vox usitata, de vasculo argenteo caelato, proprie sumitur. Est enim τορἐυειν caelare: quod male quidam confundunt cum τορνἐυειν, tornare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ακυρολεξία — η (Μ ἀκυρολεξία) [*ἀκυρολεκτῶ] η ακυρολογία …   Dictionary of Greek

  • ακυρολεξία — η (λάθος το ακυριολεξία), και ακυρολογία, η η χρήση λέξης ή φράσης ακατάλληλης, δηλ. με σημασία διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει: Η ακυρολεξία δείχνει εκφραστική αδυναμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»