-
1 Ακταία
-
2 Ἀκταία
-
3 ἀκταία
-
4 ακταια
ἡ актея ( парадная одежда у персов) Democr. -
5 ακταία
ἀκταί̱ᾱ, ἀκταῖοςon the shore: fem nom /voc /acc dualἀκταί̱ᾱ, ἀκταῖοςon the shore: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 ἀκταία
ἀκταί̱ᾱ, ἀκταῖοςon the shore: fem nom /voc /acc dualἀκταί̱ᾱ, ἀκταῖοςon the shore: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 ἀκταία
-
8 ἀκταία
-
9 Ακταίας
-
10 Ἀκταίας
-
11 θῑνός
θῑνός, ὁ, nach den Gramm. auch ϑίν, der Hause; πολὺς ὀστεόφιν ϑίς Od. 12, 45; bes. die Sandhügel am Meeresufer, die Dünen; übh. sandiges Gestade; gew. mit einem Zusatz, παρὰ ϑῖνα ϑαλάσσης Il. 1, 34, παρὰ ϑῖν' ἁλός 11, 621; ohne Zusatz Od. 7, 290. 9, 46; ϑίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23, 693; ϑινὸς ἐμβολὰς ἁλός Aesch. frg. 334; ϑῖνες νεκρῶν, Haufen, Pers. 804; πολιᾶς πόντου ϑινὸς ἐφήμενος, sitzend auf des Meeres Strand, Soph. Phil. 1109; Meeressand, Ant. 586, worauf sich Hesych. Erkl. τὸ κάτω βάϑος τῆς ϑαλάσσης bezieht; vgl. übertr. Ar. Vesp. 696 ὥς μου τὸν ϑῖνα ταράττεις, wie wühlst du mir den Grund des Herzens auf; τῆς ψάμμου ϑῖνες Her. 3, 26, wie Sp., z. B. Plut. Fab. 6; von eigentlichen Dünen, Pol. 4, 41, 6; vgl. Arist. H. A. 8, 13. 9, 35, Meeresschlamm u. Sandbänke im Meere. Bei Callim. u. A. auch fem., ϑὶς ἀκταία Bian. 2 (IX, 227). Die Ableitung von ϑείνω (vgl. E. M.) ist unwahrscheinlich, näher liegt τίϑημι.
-
12 ἀκταῖος
-
13 ακταιος
-
14 Ακταίαν
-
15 Ἀκταίαν
-
16 воронец
-нца α. ακταία (φυτό). -
17 самбук
-а α.1. πουρές από φρούτα, ζάχαρη και ασπράδι αυγού.2. βοτ. ακταία (επιστ.), κουφοξυλιά, σαμβούκος (λκ.). -
18 ἀκταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκταῖος
-
19 ἀκτέα
-
20 ἀκταίος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀκταία — Ἀκταίᾱ , Ἀκταίη fem nom/voc/acc dual Ἀκταίᾱ , Ἀκταίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακταία — (actaea). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουνκουλιδών, με δύο μόνο είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το πρώτο, η α. η σταχυανθής, φυτρώνει και στα δάση της βόρειας Ελλάδας.… … Dictionary of Greek
ἀκταία — ἀκταί̱ᾱ , ἀκταῖος on the shore fem nom/voc/acc dual ἀκταί̱ᾱ , ἀκταῖος on the shore fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίας — Ἀκταίᾱς , Ἀκταίη fem acc pl Ἀκταίᾱς , Ἀκταίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίαν — Ἀκταίᾱν , Ἀκταίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακταίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, ήταν πατέρας του Τελαμώνα και φίλος του Πηλέα. 2. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής. Η κόρη του Άγραυλος παντρεύτηκε τον Κέκροπα, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο… … Dictionary of Greek
Actaea (mythology) — Actaea (Ἀκταία) was a name attributed to two characters in Greek mythology.*Actaea one of the Nereids (sea nymphs). [Apollodorus. Library , [http://www.theoi.com/Text/Apollodorus1.html 1.2.7] .] [Hesiod. Theogony ,… … Wikipedia