Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκρότητος

См. также в других словарях:

  • ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… …   Dictionary of Greek

  • ἀκρότητος — ἀκρότης highest pitch fem gen sg ἀκρότητος not beaten down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτήτοις — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτήτου — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неоудьржанъ — (2*) пр. Невоздержанный, необузданный: тако и мы свобожаи(м)сѧ прегрѣшень˫а плоти ѿ землѧ съставлены. иже толма е(с) къ сласте(м) ползъка и неѹдержана. (ἀκροτητος) ГБ XIV, 63г; || очень сильный, непревзойденный: бѣсомъ бѧше служiте(л) х(с)въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κἀκρότητα — ἀκρότητα , ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητα , ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτήτων — ἀκρότης highest pitch fem gen pl ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότητα — ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»