-
1 ακρότητος
-
2 ἀκρότητος
-
3 ἀκρότητος
ἀκρότητος, ον,II not struck together or in unison,μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93
= Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρότητος
-
4 ἀκρότητος
ἀ-κρότητος, nicht geschlagen; die nicht zusammen klingen -
5 πολυ-κρότητος
πολυ-κρότητος, viel od. sehr geschlagen, Hesych. v. ἀκρότητος.
-
6 ακροτήτοις
-
7 ἀκροτήτοις
-
8 ακροτήτου
-
9 ἀκροτήτου
-
10 ακροτήτων
-
11 ἀκροτήτων
-
12 ακρότητα
-
13 ἀκρότητα
-
14 κακρότητα
ἀκρότητα, ἀκρότηςhighest pitch: fem acc sgἀκρότητα, ἀκρότητοςnot beaten down: neut nom /voc /acc pl -
15 κἀκρότητα
ἀκρότητα, ἀκρότηςhighest pitch: fem acc sgἀκρότητα, ἀκρότητοςnot beaten down: neut nom /voc /acc pl -
16 ἀποψάλακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποψάλακτος
См. также в других словарях:
ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… … Dictionary of Greek
ἀκρότητος — ἀκρότης highest pitch fem gen sg ἀκρότητος not beaten down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτήτοις — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτήτου — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неоудьржанъ — (2*) пр. Невоздержанный, необузданный: тако и мы свобожаи(м)сѧ прегрѣшень˫а плоти ѿ землѧ съставлены. иже толма е(с) къ сласте(м) ползъка и неѹдержана. (ἀκροτητος) ГБ XIV, 63г; || очень сильный, непревзойденный: бѣсомъ бѧше служiте(л) х(с)въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κἀκρότητα — ἀκρότητα , ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητα , ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτήτων — ἀκρότης highest pitch fem gen pl ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότητα — ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)