-
1 ἀποψάλακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποψάλακτος
-
2 ἀκρότητος
ἀκρότητος, ον,II not struck together or in unison,μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93
= Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρότητος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский