-
1 ακραχολος
21) вспыльчивый, раздражительный Arph.2) взволнованный(Theocr. - v. l. ἀκρόχλοος)
См. также в других словарях:
ἀκράχολος — ἀκρά̱χολος , ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek