-
1 ἀκρά-χολος
ἀκρά-χολος (ion. ἀκρήχολος, von ἄκρος od. ἄκρᾱτος u. χόλος), jähzornig, Ar. Eq. 41 ( Schol. εἰς ὀργὴν πρόχειρος); Plat. Legg. VII, 791 d Rep. III, 411 c, neben ὀργίλοι, wo vor Bekk. ἀκρόχ. stand. Allgemeiner verb. Theocr. 24, 60 ξηρὸν ὑπαὶ δείους ἀκράχολον, in heftiger Gemüthsbewegung; Phereer. bei B. A. 475 nennt ἄχερδος ἀκραχολωτάτη, derviel Spitzen, Dornen hat; μέλισσα ἀκρ. Epinic. Ath. X, 432 c.
-
2 ἀκράχολος
ἀκρά-χολος, jähzornig; in heftiger Gemütsbewegung (der viel Spitzen und Dornen hat)
См. также в других словарях:
ἀκράχολος — ἀκρά̱χολος , ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek