-
21 ἀκροατέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροατέον
-
22 ἀκροατήριον
ἀκρο-ᾱτήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροατήριον
-
23 ἀκροατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροατής
-
24 ἀκροατικός
A of or for hearing; μισθὸς ἀ. lecturer's fee, Luc.Dem.Enc.25. Adv. -κῶς, ἔχειν to be fond of hearing, Ph.1.215.2 = ἀκροαματικός, λόγοι Arist.Fr. 662, Iamb.Protr.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροατικός
-
25 ἀκροβάζειν
ἀκρο-βάζειν· ἄκροις τοῖς ποσὶν ἐπιβαίνειν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβάζειν
-
26 ἀκροβαμονέω
A = ἀκροβατέω, Hippiatr.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβαμονέω
-
27 ἀκροβαρέω
A become top-heavy, lose balance by being overloaded at the extremity, Apollod.Poliorc.164.3, 166.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβαρέω
-
28 ἀκρόβασις
ἀκρό-βασις, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόβασις
-
29 ἀκροβατέω
A walk on tiptoe, strut, of ostriches, D.S.2.50; of haughty people, Ph. 2.404.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβατέω
-
30 ἀκροβάτης
ἀκρο-βάτης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβάτης
-
31 ἀκροβατικός
A fit for mounting, Vitr.10.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβατικός
-
32 ἀκρόβατος
ἀκρό-βᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόβατος
-
33 ἀκροβαφής
ἀκρο-βᾰφής, ές,A tinged at point or slightly, AP6.66 (Paul. Sil.); wetting feet or tip of garment only, Nonn. D.1.65, 48.339.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβαφής
-
34 ἀκροβελής
ἀκρο-βελής, ές,A with point at end, AP6.62 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβελής
-
35 ἀκροβηματίζω
A = ἀκροτίω, Hsch., Sch.Il.13.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβηματίζω
-
36 ἀκρόβλαστος
ἀκρό-βλαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόβλαστος
-
37 ἀκροβολέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβολέω
-
38 ἀκροβόλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβόλη
-
39 ἀκροβολής
ἀκρο-βολής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβολής
-
40 ἀκροβολία
ἀκρο-βολία, ἡ,A slinging, skirmishing, App.BC1.84, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβολία
См. также в других словарях:
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 … Dictionary of Greek