-
1 ἀκροβηματίζω
A = ἀκροτίω, Hsch., Sch.Il.13.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβηματίζω
См. также в других словарях:
ακροβηματίζω — ἀκροβηματίζω (Μ) ακροβατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βηματίζω] … Dictionary of Greek
1 ἀκροβηματίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβηματίζω
ακροβηματίζω — ἀκροβηματίζω (Μ) ακροβατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βηματίζω] … Dictionary of Greek