-
1 ἀκροβάτης
ἀκρο-βάτης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβάτης
См. также в других словарях:
ιθυβάτης — ἰθυβάτης, ὁ (Α) αυτός που προχωρεί ίσια, κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + βατης (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ταχυ βάτης] … Dictionary of Greek
ιχνοβάτης — ἰχνοβάτης, ὁ (Α) (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που βαδίζει στα ίχνη κάποιου, ο ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ορει βάτης] … Dictionary of Greek
καλοβάτης — ο (AM καλοβάτης) αυτός που βαδίζει πάνω σε καλόβαθρο αρχ. αυτός που βαδίζει πάνω σε σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ορει βάτης] … Dictionary of Greek
κυνοβάτης — κυνοβάτης, ὁ (AM) ίππος, ή και όνος, που εκτείνει τους κυνήποδες μπροστά και που έχει απαλό και ανάλαφρο βάδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek
πλαγιοβάτης — ὁ, Α αυτός που βαδίζει πλαγίως, πλαγιοβάμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, καλο βάτης] … Dictionary of Greek
πυροβάτης — ο, θηλ. πυροβάτισσα, Ν πρόσωπο που εκτελεί πυροβασία, που περπατά ξυπόλυτος πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, κν. αναστενάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ορει βάτης] … Dictionary of Greek
ορειβάτης — ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, ιδος) νεοελλ. αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής μσν. αρχ. αυτός που περιπλανιέται… … Dictionary of Greek
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
καλοβασία — καλοβασία, ἡ (Μ) το να βαδίζει κάποιος πάνω σε καλόβαθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ακρο βασία, ορει βασία] … Dictionary of Greek