-
1 άκρο
limbΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άκρο
-
2 ἀκροχολέω
ἀκρο-χολέω, [suff] ἀκρο-χολία, [suff] ἀκρό-χολος, v. sub ἀκραχ-. [full] χορδών, όνος, ἡ, ([etym.] χορδή)A wart with a thin neck, Hp.Aph.3.26, Plu.Fab.1, Dsc.2.64, etc.; distinguished from μυρμήκια, τά, Paul.Aeg.4.15 (also [suff] ἀκρο-δάνη Gloss., [suff] ἀκρο-δόνη Erot., [var] Dim. [suff] ἀκρο-δόνιον) Gloss.: hence [suff] ἀκρο-χορδονώδης, ες, troubled with warts, D.C.Fr.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροχολέω
-
3 ἀκροθίνιον
ἀκρο-θίνιον [θῑ], τό, E.Ph. 282, Th.1.132, Pl.Lg. 946b; mostly pl.[suff] ἀκρο-θίνια or [suff] ἀκρό-θῑνα, Pi.N.7.41, al.: sg.[suff] ἄκρο-θις, ἡ, acc.A D 47 Rüsch (Delph., iv B. C.): ([etym.] ἄκρος, θίς):— topmost or best part of heap; hence, firstfruits of the field, booty, etc., offered to the gods, Simon.109, Hdt.1.86, 90, al., Pi.l.c., etc.;ἀ. τῆς Μαραθῶνι μάχης Michel1117
(Delph.); ἀκρόθινα πολέμου, in Pi.O.2.4, of the Olympic games, as founded from spoils taken in war, cf. ib.10(11).57.—Properly neut. Adj., A.Eu. 834 ἀκροθίνια θύη offerings of firstfruits. Post-Hom., rare in early Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροθίνιον
-
4 ἀκρόβολος
II [suff] ἀκρο-βόλος, ὁ, one who throws from afar, skirmisher, IG5(1).1426.10 (Messene, iv/iii B. C.), Hsch., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόβολος
-
5 ἀκροθώραξ
Aθωρήσσω 11
) slightly drunk, = ἡμιμέθυσος, Hsch., cf. Arist. Pr. 871a9, Plu.2.656c;πεπωκότ' ἤδη τ' ἀκροθώρακ' ὄντα Diph.46
: [dialect] Ion. [suff] ἀκρο-θώρηξ Hp. ap. Erot.s.v. θωρῆξαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροθώραξ
-
6 ἀκροκέραια
A ends of sail-yards (cf. κέρας VIII), Poll. 1.91 :—also [suff] ἀκρό-κερα, Sch.A.R.1.566;ἀκρόκεροι κάλοι Phot.
s.v. ἡνιόχους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροκέραια
-
7 ἀκροκνέφαιος
ἀκρο-κνέφαιος, ον,A at beginning of night, in twilight, Hes.Op. 567:—also [suff] ἀκρο-κνεφής, ές, of morning twilight, Luc.Lex.11, Id.Rh.Pr.17; cf. [full] ἀκρόκνεφα· πρὸς ὄρθρον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροκνέφαιος
-
8 ἀκροκόρυμβοι
A extremities of the feet, Poet.de herb. 177;— also [suff] ἀκρο-κόρυμβα· τὰ ἀκροστόλια τῶν νεῶν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροκόρυμβοι
-
9 ἀκρόπλοος
A swimming at the top, skimming the surface,φλέβια Hp.Morb.1.14
, cf. Plu.2.591e; buoyant,ὑστέρη Aret.SA2.11
; restored for ἀκρόπαθος in Hp.Prorrh.2.11:— superficial, Id.Ep.18 (Democr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπλοος
-
10 ἀκροποδητί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροποδητί
-
11 ἀκρόπολις
A upper or higher city; hence, citadel, castle,ἐς ἀκρόπολιν Od.8.494
(in Il. only divisim, ἄκρη πόλις, v. ἄκρος 1.1), cf. Pi.O.7.49, A.Th. 240, Hdt.1.84, etc.; as seat of tyranny, Ph.1.401, 417.2 esp. the Acropolis of Athens, IG1.58, al., And.1.76 (cf. Hdt. 1.60, 8.51); which served as treasury, Th.2.13; hence ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν, γεγράφθαι ἐν ἀκροπόλει to be entered as a state-debtor, D.58.19,48; freq. without Art., as And.l.c., D.ll. cc.; at Erythrae, IG1.11.II metaph., ἀ. καὶ πύργος ἐὼν δήμῳ, of a person, Thgn.233; ἀ. Ἑλλάνων, of Corinth, Simon.137;γῆν Δελφίδ'.. Φωκέων ἀκρόπτολιν E.Or. 1094
; stronghold, τῆς ψυχῆς, τοῦ σώματος, Pl.R. 560b, Arist.PA 670a26, cf. Pl.Ti. 70a; Pythag., of seven, Theol. Ar.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπολις
-
12 ἀκροποσθία
A tip of fore skin, Hp.Aph.6.19, Arist.HA 493a29:—[suff] ἀκρο-πόσθιον, τό, Poll.2.171, Ruf. Onom. 102, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροποσθία
-
13 ἀκροστιχίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροστιχίς
-
14 ἀκρόσφυρα
ἀκρό-σφυρα, τά, sort ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόσφυρα
-
15 ἀκροχλίαρος
A just warm, lukewarm, Hp.Acut.58:— also [suff] ἀκρο-χλίερος, Nat.Mul.53, Mul.2.201. Adv.- χλιάρως Mul.2.204
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροχλίαρος
-
16 ἀκροάζομαι
A = ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροάζομαι
-
17 ἀκρόαμα
A anything heard, esp. with pleasure, piece read, recited, played or sung, X.Smp.2.2, Hier.1.14;ἀ. καὶ ὁράματα Arist.EN 1173b18
;ἀ. καὶ πότοι Plb.31.25.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόαμα
-
18 ἀκροαματικός
A designed for hearing only, αἱ ἀ. διδασκαλίαι the esoteric doctrines of philosophers, delivered orally, Plu.Alex. 7.2 c. gen., capable of attending to, Asp. inEN27.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροαματικός
-
19 ἀκροάομαι
ἀκρο-άομαι [[pron. full] ᾰ Ar.Ra. 315], [tense] fut. - άσομαι [pron. full] [ᾱ] Pl.Ap. 37d, etc.: [tense] aor. ἠκροᾱσάμην Ar.l.c., etc.: [tense] pf.A : [ per.] 2sg. [tense] plpf.ἠκρόασο Antiph.93
ἠκροᾶσο· ἠκροῶ, wrongly, AB98): [tense] aor. ἠκροάθην (in pass. sense) J.AJ17.5.2, Aristid.1.30 J.:—hearken, listen to: c. gen. pers., Antipho 5.4, Pl.Grg. 499b: c. acc. rei, Th.6.89, etc.: c. gen. rei, Th. 2.21, 6.17: c. gen. pers. et acc. rei, Pl.Hp.Ma. 285d.2 abs., listen, Hp.Int.35, Ar.Lys. 503, Pherecr.154, Lys.19.3; ὁ ἀκροώμενος hearer, Eup.94.7; esp. of those who hear lectures, X.Smp.3.6; also, reader, Philostr.VA5.14: c. gen.,ἀνὴρ Ἀριστοτέλους ἠκροαμένος Str. 13.1.54
, cf. Plu.Caes.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροάομαι
-
20 ἀκρόασις
A hearing, hearkening or listening to, Antipho 5.4, Th.1.21,22, etc.; ἀ. ποιεῖσθαί τινος, = ἀκροᾶσθαι, And.1.9; κλέπτειν τὴν ἀ. ὑμῶν to cheat you into hearing, Aeschin.3.35.II thing listened to, recitation, lecture, Hp. Praec.,12, Plb.32.2.5, IG2.466, etc.:—φυσικὴ ἀ., title of work by Arist.III = ἀκροατήριον, Plu.2.58c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόασις
См. также в других словарях:
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 … Dictionary of Greek