-
1 ακριβολογία
ἀκριβολογίᾱ, ἀκριβολογίαexactness: fem nom /voc /acc dualἀκριβολογίᾱ, ἀκριβολογίαexactness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκριβολογίαι, ἀκριβολογίαexactness: fem nom /voc plἀκριβολογίᾱͅ, ἀκριβολογίαexactness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακριβολογια
ἥ1) точность исследования, обстоятельное обсуждение Arst., Plut.2) мелочность, педантизм Arst. -
3 ἀκριβολογία
Βλ. λ. ακριβολογία -
4 ἀκριβολογίᾳ
Βλ. λ. ακριβολογία -
5 ακριβολογία
η точность изложения, выражения мыслей -
6 ἀκριβολογία
ἀκρῑβο-λογία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκριβολογία
-
7 ἀκρῑβολογία
ἀκρῑβο-λογία, genaue Behandlung, Untersuchung; kleinliche Sparsamkeit -
8 ακριβολογία
nicetyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακριβολογία
-
9 ακριβολογίας
ἀκριβολογίᾱς, ἀκριβολογίαexactness: fem acc plἀκριβολογίᾱς, ἀκριβολογίαexactness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀκριβολογίας
ἀκριβολογίᾱς, ἀκριβολογίαexactness: fem acc plἀκριβολογίᾱς, ἀκριβολογίαexactness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ακριβολογίαν
-
12 ἀκριβολογίαν
-
13 ακριβολογίαις
-
14 ἀκριβολογίαις
-
15 κυριολογία
κῡριο-λογία, ἡ,A = κυριολεξία, Agatharch.21 (pl.), Phld. Rh.1.174 S., Longin.28.1, Magnus ap.Gal.8.641; proper meaning of a word, A.D.Adv.190.3; = ἀκριβολογία, Gal.18(2).526.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριολογία
-
16 μικροπρεπής
A petty, mean, shabby, opp. μεγαλοπρεπής, Arist.EN 1123a27; ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές ib. 1122b8;μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.Eloc.53
, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.Ep. 118 ([comp] Comp.); μ. [βίος] Plu.2.8a. Adv. -πῶς Posidon.
ap. Gal.5.471, Sch.E.Ph. 111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροπρεπής
См. также в других словарях:
ἀκριβολογία — ἀκριβολογίᾱ , ἀκριβολογία exactness fem nom/voc/acc dual ἀκριβολογίᾱ , ἀκριβολογία exactness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβολογία — ακριβολογία, η και ακριβολόγημα, το η διατύπωση με ακρίβεια των διανοημάτων: Το γράψιμό του ξεχωρίζει για την ακριβολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβολογίᾳ — ἀκριβολογίαι , ἀκριβολογία exactness fem nom/voc pl ἀκριβολογίᾱͅ , ἀκριβολογία exactness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβολογία — η (Α ἀκριβολογία) [ἀκριβολόγος] 1. ακριβής και σαφής διατύπωση σκέψεων με τον λόγο, κυριολεξία 2. λεπτομερής, εξονυχιστική έρευνα ή ανάλυση, λεπτολογία αρχ. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
ἀκριβολογίας — ἀκριβολογίᾱς , ἀκριβολογία exactness fem acc pl ἀκριβολογίᾱς , ἀκριβολογία exactness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβολογίαν — ἀκριβολογίᾱν , ἀκριβολογία exactness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβολογίαις — ἀκριβολογία exactness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του … Dictionary of Greek
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek
ακριβολόγημα — το [ακριβολογώ] αυτό που λέχθηκε με ακριβολογία, με ακρίβεια … Dictionary of Greek