-
1 nicety
ακριβολογία -
2 документальный
επ.έγγραφος, εγγραφικός•-ые данные έγγραφα στοιχεία.
|| ακριβής (σαν το έγγραφο)•-ая точность μεγάλη ακριβολογία•
документальный фильм φι,λμ ντοκυμαντέρ.
-
3 пуризм
-а α.υπερκαθαρολογία, ακριβολογία, επιτήδευση ορθολογίας. || καθαρότητα, γνησιότητα του καθαρού λόγου.. -
4 то-есть
(ως αρκτικόλεξο: т. е.).1. (σύνδ. επεξηγηματικός)• δηλαδή, δηλονότι, ήτοι. || για να είμαι πιο ακριβής, κατ ακριβολογία.2. (εκφράζει απορία, αμφιβολία)•то-есть как это ты не видел? λοιπόν, πως δεν το είδες αυτό;
3. (μόριο επιτακτικό)• λοιπόν να• απλούστατα.
См. также в других словарях:
ἀκριβολογία — ἀκριβολογίᾱ , ἀκριβολογία exactness fem nom/voc/acc dual ἀκριβολογίᾱ , ἀκριβολογία exactness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβολογία — ακριβολογία, η και ακριβολόγημα, το η διατύπωση με ακρίβεια των διανοημάτων: Το γράψιμό του ξεχωρίζει για την ακριβολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβολογίᾳ — ἀκριβολογίαι , ἀκριβολογία exactness fem nom/voc pl ἀκριβολογίᾱͅ , ἀκριβολογία exactness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβολογία — η (Α ἀκριβολογία) [ἀκριβολόγος] 1. ακριβής και σαφής διατύπωση σκέψεων με τον λόγο, κυριολεξία 2. λεπτομερής, εξονυχιστική έρευνα ή ανάλυση, λεπτολογία αρχ. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
ἀκριβολογίας — ἀκριβολογίᾱς , ἀκριβολογία exactness fem acc pl ἀκριβολογίᾱς , ἀκριβολογία exactness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβολογίαν — ἀκριβολογίᾱν , ἀκριβολογία exactness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβολογίαις — ἀκριβολογία exactness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του … Dictionary of Greek
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek
ακριβολόγημα — το [ακριβολογώ] αυτό που λέχθηκε με ακριβολογία, με ακρίβεια … Dictionary of Greek