Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκραέι

См. также в других словарях:

  • ακραεί — ἀκραεὶ επίρρ. [ἀκραὴς] (Α) (για ταξίδια) με δροσερή αύρα, με αίθριο καιρό …   Dictionary of Greek

  • ἀκραεῖ — ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραέι — ἀκρᾱέϊ , ἀκραής blowing strongly dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακραής — ἀκραής, ὲς (Α) (για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἄημι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»