-
1 ακραγής
-
2 ἀκραγής
-
3 ἀκραγής
A not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr. 803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές)· ἀκρόχολον AB369
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκραγής
-
4 ακραγείς
ἀκραγήςnot barking: masc /fem acc plἀκραγήςnot barking: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 ἀκραγεῖς
ἀκραγήςnot barking: masc /fem acc plἀκραγήςnot barking: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
6 ακραγές
-
7 ἀκραγές
См. также в других словарях:
ακραγής — ἀκραγής, ὲς (Α) 1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει 2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκραγον, κράζω] … Dictionary of Greek
ἀκραγής — not barking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραγεῖς — ἀκραγής not barking masc/fem acc pl ἀκραγής not barking masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραγές — ἀκραγής not barking masc/fem voc sg ἀκραγής not barking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)