Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκραγής

См. также в других словарях:

  • ακραγής — ἀκραγής, ὲς (Α) 1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει 2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκραγον, κράζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκραγής — not barking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραγεῖς — ἀκραγής not barking masc/fem acc pl ἀκραγής not barking masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραγές — ἀκραγής not barking masc/fem voc sg ἀκραγής not barking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»