-
1 ακουά
ἀκοήhearing: fem dat sg (doric aeolic)ἀκουάζομαιhear: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀκουήfem dat sg (doric aeolic) -
2 ἀκουᾷ
ἀκοήhearing: fem dat sg (doric aeolic)ἀκουάζομαιhear: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀκουήfem dat sg (doric aeolic) -
3 ακουάν
-
4 ἀκουάν
-
5 ακουάς
-
6 ἀκουάς
-
7 ὀπή
Grammatical information: f.Other forms: Dor. -α.Compounds: As 2. member in στε(ι)ν-ωπός `with a narrow opening, narrow' (Il.), πολυ-ωπός `having many holes, meshwork' (χ 386 a.o.; ω anal.-metr.), s. Sommer Nominalkomp. 1; also in ἐνόπαι, μετόπη a.o. (s. vv.); further also ἀνόπαια (s.v.)?Derivatives: ὀπαῖος `having an opening', of a tile (Diph. Com., Poll.), ὀπαῖον n. `skylight, chimney-flue' (Att. inscr., Plu.; cf. Bérard REGr. 67, 4); ὀπήεις `having a hole' ( δίφρος, Hp.).Etymology: If from ὀπ- `see', ὀπή must as verbal abstract have meant prop. "the sight" (thus as poet. incidental formation in Cerc., s. above); from there through concretisation "that, through which one sees", `see-, lightopening'. It can however also be extended from a root-noun, so prop. a nomen agentis or instr.; cf. ὄμμα.Page in Frisk: 2,402Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπή
См. также в других словарях:
ἀκουᾷ — ἀκοή hearing fem dat sg (doric aeolic) ἀκουάζομαι hear fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀκουή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκουα-φόρτε — το Χημ. κοινή ονομασία τού νιτρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < ιταλ. acquaforte «νιτρικό οξύ» (κυριολ. «δυνατό, ισχυρό νερό»)] … Dictionary of Greek
άκουα φόρτε — το (λ. ιταλ.), το νιτρικό οξύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκουάν — ἀκουά̱ν , ἀκοή hearing fem acc sg (doric aeolic) ἀκουά̱ν , ἀκουή fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουάς — ἀκουά̱ς , ἀκοή hearing fem acc pl ἀκουά̱ς , ἀκουή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
βηρύλλιο ή γλουκίνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Be. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, με ατομικό αριθμό 4, ατομικό βάρος 9,02 και 6 ισότοπα. Στη φύση βρίσκεται σε μικρές ποσότητες σε πολλά ορυκτά. Αν και είναι πολύ … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… … Dictionary of Greek
Ντεγκά, Εντγκάρ — (Edgar Degas, Παρίσι 1834 – 1917). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Όπως και ο Μανέ, ανήκε σε παλιά αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν πλούσιος τραπεζίτης) και, παράλληλα με… … Dictionary of Greek
Ρουό, Ζορζ — (Rouault, Παρίσι 1871 – 1958). Γάλλος ζωγράφος. Γιος ενός ξυλουργού από τη Βρετάνη, μπήκε σε ηλικία 14 ετών σε ένα εργαστήριο επισκευής μεσαιωνικών βιτρό και η εμπειρία αυτή άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην προσωπικότητά του, τόσο για την αγάπη του προς … Dictionary of Greek