-
1 ἀ-κούσιος
ἀ-κούσιος, ον, zsgzg. aus ἀ-εκούσιος (das fem. ἀκουσία stand Antipho 1, 5 vor Bekk., der ἐκ προβουλῆς ἀκουσίως ἀποϑανεῖν lies't), unfreiwillig, ϑράσος Aesch. Ag. 777; nach Plat. Def. 416 c τὸ παρὰ διάνοιαν ἀποτελούμενον, z. B. φόνος Antiph. III β 6; Plat. Legg. IX, 867 a u. öfter; ebenso ἀδίκημα, βλάβη, nicht mit Absicht gethan, ὁπόσα ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνουσι Xen. Cyr. 3, 1, 38; unlieb, τινί, Plut. Demetr. 37 τοῖς Μακεδόσι οὐκ ἀκούσιος ἦν ἡ μεταβολή; Paus. 4, 27, 1; auch von Personen, Sp. – Adv. ἀκουσίως, z. B. οὐδενὶ ἀκ. ἀφῖχϑαι, allen erwünscht, Thuc. 3, 31; οὐκ ἀκουσίως πολέμου ἥπτετο, gern, 2, 8; wie Eur. El. 670.
-
2 ἀπο-δίδωμι
ἀπο-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) abgeben, das, wozu man verpflichtet ist, was man schuldig ist ( Eustath. χρεωστικῶς δίδωμι – δίδομεν ἑκουσίως, ἀποδίδομεν ἀκουσίως), abtragen, zurückgeben, ausliefern, κούρην πατρί Il. 1, 98, vgl. 134; 3, 285; τοκεῦσι ϑρέπτρα 4, 478; Od. 22, 58. 61; Iliad. 9, 387 πρίν γ' ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι ϑυμαλγέα λώβην, bis er abgebüßt hat; τὸ μόρσιμον ἀπέδωκε, er hat die Schuld der Natur bezahlt, Pind. N. 7, 44. Ebenso Soph. Phil. 912; u. in Prosa, τὰ ὀφειλόμενα Plat. Rep. I, 332 a; τὸ προςῆκον ἑκάστῳ Crat. 430 e; Soph. 235 e; τὴν ἀξίαν χάριν Phaedr. 231 b; u. so öfter χάριν ἀποδ., Dank abstatten; ἐπιστολήν, abgeben, Xen. Cyr. 4, 5, 34; ὑπόσχεσιν, εὐχάς, Mem. 2, 2, 10; Plut. Pomp. 71; τὸ πάτριον πολίτευμα, herstellen, Pol. 2, 70. – 2) übh. übergeben, zueignen, ὄνομά τινι Plat. Theaet. 186 d; τὴν ἀρχήν τινι Gorg. 471 b; εἰς τὴν βουλὴν περί τινος, die Entscheidung dem Senat übergeben, Lys. 22, 2; ᾡτινι ἀποδέδοται δικάζειν 12, 30 u. öfter bei Rednern; ἑαυτὸν ἀρχιϑέωρον τῇ βουλῇ Din. 1, 82; anheimstellen, ὁ νόμος ἀπέδωκε κολάζειν Dem. 23, 56; vgl. 2, 30; – νόμους, bekannt machen, Xen. Lac. 8, 5. – 3) auseinandersetzen, vortragen, λόγον, διήγησιν u. ä., Pol. 4, 2. 5, 98; so τὴν εὐδαιμονίαν οὐχ ὁμοίως ἀποδιδόασιν, erklären, Arist. Eth. 1, 3; τὴν περίμετρον τῆς νήσου, angeben, Pol. 34, 5, u. öfter wie Sp. Auch benennen, Ath. XI, 495 c. – 4) Med., hingeben, ἐλπίδας πολλοῦ Plat. Phaed. 98 a; verkaufen, bes. im aor., Her. 1, 70 u. sonst; Ar. Ach. 782 u. öfter; Ar. Ran. 1235, wo ἀπόδου = ἀποπρίω, ablaufen, erkl. wird, ist v. l. ἀπόδος, was auch der Schol. erkl.; Plat. z. B. Rep. I, 333 b u. Folgde. Dah. τὴν δεκάτην, verpachten, Dem. Lept. 60, vgl. Wolf zu dieser Stelle; Thuc. 6, 62 braucht auch so das act. – Bei Ar. H. A. 1, 18 ist es intrans., αἱ ὁμοιότητες διὰ πολλῶν γενεῶν ἀποδιδόασιν, kehrenwieder.
См. также в других словарях:
ἀκουσίως — ἀ̱κουσίως , ἀεκούσιος against the will adverbial (attic) ἀ̱κουσίως , ἀεκούσιος against the will masc/fem acc pl (attic doric) ἀκούσιος against the will adverbial ἀκούσιος against the will masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неволѧ — НЕВОЛ|Ѧ (107), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Отсутствие самостоятельности, зависимость: рѣша же Ки˫ане намъ неволѧ кнѧзь нашь ѹбьенъ. ЛЛ 1377, 15 об. (945); не примучени ни приневолени нѣкоторою неволею Гр 1388 (4, ю. р.); тогда же бѧхѹ вси кнѧзи в неволѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
невольно — (2*) нар. 1.Непреднамеренно, без умысла: толико же и на невольно ѹбивъшиихъ искѹшено быти. (ἀκουσίως) КЕ XII, 243а. 2. Трудно: лихо и перо. неволно имъ писати. Ев 1355, 97 об. (приписка). Ср … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
λοφιά — η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) [λόφος] χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.) νεοελλ. το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών αρχ. 1. το πτερύγιο τής ράχης… … Dictionary of Greek
ξεροσταλιάζω — 1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;») 2. ποθώ πολύ κάτι 3. υποφέρω από έλλειψη νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα… … Dictionary of Greek
ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… … Dictionary of Greek
σιαλοχοώ — έω, Α [σιαλοχόος] 1. χύνω ακουσίως το σάλιο μου, είμαι σαλιάρης 2. εκκρίνω σάλιο … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek