-
1 ακουσίων
ἄκουσιςhearing: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)ἀ̱κουσίων, ἀεκούσιοςagainst the will: masc /fem /neut gen pl (attic)ἀκούσιοςagainst the will: masc /fem /neut gen plἀκούωhear: fut part act masc nom sg (doric) -
2 ἀκουσίων
ἄκουσιςhearing: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)ἀ̱κουσίων, ἀεκούσιοςagainst the will: masc /fem /neut gen pl (attic)ἀκούσιοςagainst the will: masc /fem /neut gen plἀκούωhear: fut part act masc nom sg (doric) -
3 καταφυγή
κατα-φῠγή, ἡ,A place of refuge, Hdt.7.46;ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς E.Supp. 267
; κ. σωτηρίας a safe retreat, Id.Or. 724;μηδεμίαν ἔχειν κ. Isoc.14.55
;μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Arist.EN 1155a12
;κύριος κ. μου LXX Ex.17.15
;ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι Sammelb.4638.29
(ii B.C.), etc.2 c. gen. obj., κ. κακῶν refuge from.., E.Or. 448 (pl.);τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμούς Th.4.98
;κ. ποιεῖσθαι εἰς τέκνα E.Or. 567
(pl.), cf. Antipho 1.4;ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς Pl.Lg. 699b
, etc.;ἡ εἰς τοὺς νόμους κ. Hyp.Eux.10
;ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ κ. καὶ νόμος ὁ δεσπότης Men. 581
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυγή
-
4 πράκτωρ
A = πρακτήρ, one who does or executes, accomplisher, Ζεὺς ὅτου π. ;π. τῶν ἀκουσίων Antipho 3.2.6
; with fem. Subst.,Κύπρις.. τῶνδ' ἐφάνη π. S.Tr. 861
(lyr.).II official who executes a judgment for debt, esp. public debt, bailiff, IG12.75.49, al., Antipho 6.49, Decr. ap. And.1.77, D.25.28, IG12(8).51.9 (Imbros, ii B.C.), OGI 483.7 (Pergam.), Ev.Luc. 12.58;βασιλικὸς π. PSI4.335.2
(iii B.C.);τῶν ξενικῶν PTeb.5.222
(ii B.C.).2 collector of taxes, π. βαλανήου Ostr. in Wilcken Grundzüge p.213 (i A.D.), Ostr. 399 (i A.D.);π. ἀργυρικῶν PIand.29.1
(ii A.D.), BGU434.3 (ii A.D.), etc.;π. σιτικῶν PLond. 2.367a1
, al. (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πράκτωρ
-
5 ἀεκούσιος
ἀεκούσιος, ον (also α, ον Luc.Syr.D.18), [dialect] Ion. and [dialect] Ep. (also in anap., S. Tr. 1263); [dialect] Att. [var] contr. [full] ἀκούσιος [ᾱ], ον, also in Democr. 240:—A against the will, constrained, of acts or their consequences,καὶ τῷ οὔ κως ἀεκ. ἐγίνετο τὸ ποιεύμενον Hdt.2.162
;τλήσομαι.. ἀεκούσια πολλὰ βίαια Thgn.1343
;ἐς ἀ. ἀνάγκας πίπτειν Th.3.82
;πόνοι Democr.
l.c.; often in [dialect] Att. of involuntary offences,ἀ. φόνος Antipho 3.2.6
; πράκτορες τῶν ἀκουσίων ib., cf. Pl.Lg. 733d, 864a, Arist.EN 1109b35, al.;τὰ μὲν ἀ. ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ IG1.1
. Adv.- ίως D.21.43
, Sever. ap. Eus.PE13.17.II of persons, only in Adv. ἀκουσίως involuntarily, Th.2.8, Pl.Ti. 62c; ἀ. ἀποθανεῖν, opp. ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Antipho 1.5; ἀ. τινὶ ἀφῖχθαι to have come as an unwelcome guest, Th.3.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεκούσιος
-
6 ὑπομονή
ὑπομονή, ἡ,II endurance,τῶν ἀκουσίων πόνων Democr.240
; ;ἡ μὴ ὑ. ἀτιμαζομένων Arist.APo. 97b24
, cf. Rh. 1384a21;εὐχερὴς τῆς ἀποτέξεως ὑ. Sor.1.46
;πολέμου Plb.4.51.1
; [ θανάτου] Plu.Pel.1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑ. τῶν πληγῶν the sword's power to sustain blows, Plb. 15.15.8.2 in bad sense, obstinacy, Demetr.Lac.Herc.1012.47.3 of plants, power to endure, Thphr.CP5.16.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομονή
-
7 ᾗ
ᾗ, dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὅ, in adverb. sense,1 of Place, which way, where, whither, relat. to τῇ, Il.13.53, 15.46; also in Trag. and [dialect] Att., S.El. 1435;τῇδε.. ᾗ A.Ch. 308
;ἐκείνῃ.. ᾗ Pl.Phd. 82d
; [dialect] Dor.ᾇ SIG56.28
(Argos, v B.C.).II of Manner, how, as,ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν A.Ch. 558
;ᾗ νομίζεται S.OC 1603
;ᾗ βούλονται Th.8.71
, etc.:—not in Hom., unless we read ᾗ θέμις ἐστί for ἣ θέμις, v. θέμις.3 in so far as,διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾗ ὁ μὲν.. τῷ δέ.. X.Mem.2.1.18
, cf. Pl. Men. 72b;ῥήτορες ᾗ ῥήτορες Phld.Rh.2.265S.
; ᾗ ἄνθρωπος qua man, Arist.EN 1096b2.III with [comp] Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quickly as he could, X.An.1.2.4, etc.; ᾗ δυνατὸν μάλιστα ib.1.3.15;ᾗ ἄριστον Id.Cyr.2.4.32
, etc.;ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Id.Mem.2.1.9
;ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα Id.Cyr.7.1.9
.
См. также в других словарях:
ἀκουσίων — ἄκουσις hearing fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κουσίων , ἀεκούσιος against the will masc/fem/neut gen pl (attic) ἀκούσιος against the will masc/fem/neut gen pl ἀκούω hear fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
невольныи — (79) пр. 1.Лишенный желаний, не обладающий волей: си ѹбо. хс҃вѣ дъвѣ ѥстьствѣ чьтѹть. и ѥдинъ съставъ. невольнѹ же и недѣтельнѹ. мысльно д҃шевьнѹю г҃ню плъть проповѣдающе быти. (ἀϑέλητον) КЕ XII, 273а. 2. Непреднамеренный, совершенный без умысла … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
ναρκοσύνθεση — η (ψυχιατρ.) η χρησιμοποίηση τής εξαφάνισης τών εκούσιων ή ακούσιων ψυχικών αναστολών και τής ελευθέρωσης ιδεών και αισθημάτων, οι οποίες επιτυγχάνονται με την ναρκοανάλυση*, για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek