Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκουσίων

См. также в других словарях:

  • ἀκουσίων — ἄκουσις hearing fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κουσίων , ἀεκούσιος against the will masc/fem/neut gen pl (attic) ἀκούσιος against the will masc/fem/neut gen pl ἀκούω hear fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • невольныи — (79) пр. 1.Лишенный желаний, не обладающий волей: си ѹбо. хс҃вѣ дъвѣ ѥстьствѣ чьтѹть. и ѥдинъ съставъ. невольнѹ же и недѣтельнѹ. мысльно д҃шевьнѹю г҃ню плъть проповѣдающе быти. (ἀϑέλητον) КЕ XII, 273а. 2. Непреднамеренный, совершенный без умысла …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • ναρκοσύνθεση — η (ψυχιατρ.) η χρησιμοποίηση τής εξαφάνισης τών εκούσιων ή ακούσιων ψυχικών αναστολών και τής ελευθέρωσης ιδεών και αισθημάτων, οι οποίες επιτυγχάνονται με την ναρκοανάλυση*, για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»