Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκοσ-τή

См. также в других словарях:

  • τρ(ι)ακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α — πληθ. αριθμ. απόλ. 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες. 2. το αρσ. με το άρθρο ως ουσ., οι τριακόσιοι οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα που έπεσαν στις Θερμοπύλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) —     ak̂ , ok̂ (*hekʷ )     English meaning: ‘sharp; stone”     Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein”     Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • τριακόσιοι — ες, α / τριακόσιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, ες, α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, αι, α, Α (απόλ. αριθμ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες 2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων 3. το αρσ. ως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»