Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκοστήσας

См. также в других словарях:

  • ἀκοστήσας — ἀκοστήσᾱς , ἀκοστάω well fed aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀκοστήσᾱς , ἀκοστέω well fed aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοστώ — ἀκοστῶ ( άω και έω) (Α) (για άλογα) ἀκοστήσας, σασα, σαν αυτός που έφαγε πολύ κριθάρι και μπούχτισε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκοστή το ρ. απαντά μόνο στη μετοχή αορίστου στην Ιλιάδα: «ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ». ΠΑΡ. αρχ. ἀκόστησις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»