-
1 Ακοντίων
-
2 Ἀκοντίων
-
3 ακοντίων
-
4 ἀκοντίων
-
5 στύραξ
A storax, Mnesim.4.62 (anap.), Arist.HA 534b25, Thphr.HP9.7.3, Dsc.1.66, Sor.2.29, Aret.CD1.2, PSI4.297.12 (v A.D.).II στύραξ, ὁ or ἡ, the tree producing this gum, Styrax officinalis, fem. in Hdt.3.107, masc. in Str.12.7.3, Plu.Lys.28.------------------------------------A spike at the lower end of a spear-shaft, X. HG6.2.19, Pl.La. 184a; shaft,ἀκοντίων Onos.10.4
(pl.). -
6 ἀνάτασις
b abs., height, J.BJ6.9.1;ἀ. ὀρῶν Phlp. in Mete.37.10
.2 stretching out, Hp.Art.11;ἀκοντίων Onos.17
: metaph., threats of violence, Plb.4.4.7, Fr. 108 (pl.);μετὰ ἀ. καὶ ἀπειλῆς Epict.Fr.25
, cf. D.S.38.8.3 intensity, inflexibility,τοῦ φρονήματος Plu.Mar.6
; intensity of passion, Phld.Lib.p.29O.: abs., courage, steadfastness, prob in D.Chr.34.40.4 endurance of hunger, fasting, Sor.1.49, Plu.2.62a.5 ἀ. τῆς βοῆς straining, Sch E.Or. 149; κατ' ἀνάτασιν of the acute accent, D.T.620.1.6 metaph., straining, effort, Phld.Rh. 1.31 S., al.;ἡ πρὸς τὸ ἓν διαγνώσεως ἀ. Dam.Pr.27
, cf. Procl.Inst.21, al.: c. gen.,τιμῆς Procop.Gaz.Pan.496.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάτασις
-
7 ὕφεσις
A letting down, slackening, of strings in music, Plu.2.389e;τῆς φωνῆς Antyll.
ap. Orib.6.9.5; relaxation,σωμάτων μυωδῶν Gal.19.403
; of the pulse, Ruf.Syn.Puls.6.5; lowering,τῶν ἀκοντίων Arr.Tact.38.3
.2 complaisance,ἐπὶ τῶν πραγμάτων Plu. Ant.24
;πρὸς τοὺς φίλους Id.2.808c
;χάρις.. ὕφεσις ἀκριβείας ἐν δέοντι Favorin.
ap. Gell.1.3.27.II = ὑφαίρεσις 111, A.D. Pron.51.5, EM 36.33;ἡ ὕ. τῆς προθέσεως A.D.Conj.247.12
.III descent in the scale, abasement, Procl. in Prm.p.618 S., Inst.29, al.; joined with ὑπόβασις (q. v.), Aristid. Quint.3.10;κατὰ ὕφεσιν Dam. Pr.34
, cf. 69,91; subordination, subjection as a form of relation, Elias in Porph.203.5:—ἐν ὑφέσει· ἐν ἐλαττώσει, Hsch. -
8 ῥαβδίον
A little rod or shoot, Thphr.HP3.17.6, Dsc.1.14; the wand of Hermes, Babr.117.9, Arr.Epict.3.20.12; ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι, of horses, Str.17.3.7.2 barbel or filament appended to the lips of certain fishes, which are saidῥαβδεύεσθαι τοῖς ἐν τῷ στόματι, ἃ καλοῦσιν οἱ ἁλιεῖς ῥαβδία Arist.HA 620b32
.4 ῥαβδία ἀκοντίων perh. javelin shafts, BCH35.16 (Delian inventory).II = ἅλιμον, Ps.-Dsc.1.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαβδίον
См. также в других словарях:
Ἀκοντίων — Ἀκόντιον neut gen pl Ἀκόντιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντίων — ἀκόντιον javelin neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδί — το / ραβδίον, ΝΜΑ, και ραβδίο Ν [ῥάβδος] (ως υποκορ. τού ράβδος) 1. μικρή ράβδος ή μικρό κλαδί (α. «και στο ραβδίν του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα», Κάλαντα β. «Ἑρμῆς δ ἐπιστὰς τῷ τε ῥαβδίῳ παίων», Βάβρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθετί σε σχήμα μικρής… … Dictionary of Greek
ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… … Dictionary of Greek
βαλλίστρα — Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους… … Dictionary of Greek
καταπελταφεσία — και επιγρ. καταπαλταφεστία, ἡ (Α) [καταπελταφέτης] η τέχνη τής ρίψης βελών, ακοντίων ή άλλων βλημάτων με καταπέλτη* … Dictionary of Greek
μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν … Dictionary of Greek
μεσάγκωνες — μεσάγκωνες, οί (Α) είδος βλητικών μηχανών για την εξακόντιση βελών και ακοντίων που είχαν σχήμα αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀγκών, ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»] … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek
σαυνιοθήκη — ἡ, Α θήκη σαυνίων, θήκη ακοντίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύνιον «ακόντιο» + θήκη] … Dictionary of Greek
ύφεση — (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο… … Dictionary of Greek