-
1 ακολασία
ἀκολασίᾱ, ἀκολασίαlicentiousness: fem nom /voc /acc dualἀκολασίᾱ, ἀκολασίαlicentiousness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκολασίαι, ἀκολασίαlicentiousness: fem nom /voc plἀκολασίᾱͅ, ἀκολασίαlicentiousness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακολασια
ἥ1) недисциплинированность, разнузданность, распущенность Thuc., Plat., Arst., Plut.2) бесчинство -
3 ακολασία
η распутство, разврат;κυλιέμαι στην ακολασία — погрязнуть в разврате
-
4 ἀκολασία
Βλ. λ. ακολασία -
5 ἀκολασίᾳ
Βλ. λ. ακολασία -
6 ἀκολασία
-
7 ακολασία
[аколасиа] ουσ. 0. безнаказанность, распущенность, разврат,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακολασία
-
8 ἀκολασία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,7intemperance, wantonness, debauchery -
9 ακολασία
[аколасиа] ουσ θ безнаказанность, распущенность, разврат. -
10 ἀκολασία
ἀκολᾰσ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκολασία
-
11 ἀκολασία
ἀ-κολασία, Ungestraftheit, Zügellosigkeit; unmäßige Ausschweifung jeder Art -
12 ακολασία
ahlaksızlık, edepsizlik -
13 ακολασία
débauche -
14 ακολασία
rozpusta (f) rzecz. -
15 ακολασία
1) hýření2) prostopášnost3) zhýralost -
16 ακολασία
1) debauchery2) profligacyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακολασία
-
17 débauche
ακολασία -
18 hýření
ακολασία -
19 prostopášnost
ακολασία -
20 zhýralost
ακολασία
См. также в других словарях:
ἀκολασία — ἀκολασίᾱ , ἀκολασία licentiousness fem nom/voc/acc dual ἀκολασίᾱ , ἀκολασία licentiousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίᾳ — ἀκολασίαι , ἀκολασία licentiousness fem nom/voc pl ἀκολασίᾱͅ , ἀκολασία licentiousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολασία — η (Α ἀκολασία) ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. τού εγκράτεια) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλασις < κολάζω] … Dictionary of Greek
ακολασία — η η ασωτία, η παραλυσία: Η ακολασία είναι σημάδι κοινωνικής παρακμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολασίας — ἀκολασίᾱς , ἀκολασία licentiousness fem acc pl ἀκολασίᾱς , ἀκολασία licentiousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίαι — ἀκολασία licentiousness fem nom/voc pl ἀκολασίᾱͅ , ἀκολασία licentiousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίαν — ἀκολασίᾱν , ἀκολασία licentiousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασιῶν — ἀκολασία licentiousness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίαις — ἀκολασία licentiousness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίη — ἀκολασία licentiousness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίην — ἀκολασία licentiousness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)