Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀκολασία

См. также в других словарях:

  • ἀκολασία — ἀκολασίᾱ , ἀκολασία licentiousness fem nom/voc/acc dual ἀκολασίᾱ , ἀκολασία licentiousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολασίᾳ — ἀκολασίαι , ἀκολασία licentiousness fem nom/voc pl ἀκολασίᾱͅ , ἀκολασία licentiousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακολασία — η (Α ἀκολασία) ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. τού εγκράτεια) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλασις < κολάζω] …   Dictionary of Greek

  • ακολασία — η η ασωτία, η παραλυσία: Η ακολασία είναι σημάδι κοινωνικής παρακμής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκολασίας — ἀκολασίᾱς , ἀκολασία licentiousness fem acc pl ἀκολασίᾱς , ἀκολασία licentiousness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολασίαι — ἀκολασία licentiousness fem nom/voc pl ἀκολασίᾱͅ , ἀκολασία licentiousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολασίαν — ἀκολασίᾱν , ἀκολασία licentiousness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολασιῶν — ἀκολασία licentiousness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολασίαις — ἀκολασία licentiousness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολασίη — ἀκολασία licentiousness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολασίην — ἀκολασία licentiousness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»