-
1 ακοινώνητος
-
2 ἀκοινώνητος
-
3 ακοινωνητος
дор. ἀκοινώνᾱτος 21) ни с кем не разделяемый(εὐνή Eur.; ἥ τῶν διεπεπραγμένων δόξα Plut.)
2) непричастный, чуждый(τινος Plat. и τινι Arst., Diod.)
3) не находящийся в общем владении(ἄμικτος καὴ ἀ. Plut.)
4) необщительный(ἀλλότριος καὴ ἀ. Plat.)
5) высокомерный Cic. -
4 ακοινώνητος
ακοινώνητος, -η, -οчеловек, который не причастился Святых Христовых ТайнΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακοινώνητος
-
5 ακοινώνητος
η, ο [ος, ον ]1) необщительный, нелюдимый; 2) церк, непричащённый -
6 ακοινώνητος
I.ohne KommunionII.[που αποφεύγει παρέα]ungesellig -
7 ακοινώνητος
[акинонитос] ас. необщительный, нелюдимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακοινώνητος
-
8 ἀκοινώνητος
-
9 ακοινώνητος
[акинонитос] ас. необщительный, нелюдимый. -
10 ἀκοινώνητος
ἀκοιν-ώνητος, ον,2 not to be communicated, ; not to be shared, incommunicable, Ph.2.201;τὸ ἴδιον καὶ ἀ. Alex.Aphr.Pr.2.72
.II [voice] Act., having no share of or in, c. gen., , cf. Inscr.Prien.114, D.S.20.15; τὸ ἀ. τῶν ἄρθρων absence of anything in common with the article, A. D.Synt.49.12: also c. dat.,τὸ τοῖς κακοῖς -ότερον Arist.Top. 117b31
: abs., unsocial, Pl.Lg. 774a; inhuman, Cic.Att.6.3.7. Adv. - τως cj. ib.6.1.7, Jul. Ep.89.292d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοινώνητος
-
11 ἀκοινώνητος
ἀ-κοινώνητος, (1) nicht Teil habend. (2) ungesellig; unfreundlich (was sich nicht mit Schlechtem vereinigt); nicht zum Gemeingut geeignet; adv. unfreundlich, neben arroganter, Cic -
12 ακοινώνητος
geçimsiz -
13 ακοινώνητος
unsociableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακοινώνητος
-
14 unsociable
ακοινώνητος -
15 ακοινωνητότερον
ἀκοινώνητοςnot shared with: adverbial compἀκοινώνητοςnot shared with: masc acc comp sgἀκοινώνητοςnot shared with: neut nom /voc /acc comp sg -
16 ἀκοινωνητότερον
ἀκοινώνητοςnot shared with: adverbial compἀκοινώνητοςnot shared with: masc acc comp sgἀκοινώνητοςnot shared with: neut nom /voc /acc comp sg -
17 нелюдимый
επ., βρ: -дим, -а, -о.1. ακοινώνητος• απόκοσμος•нелюдимый человек ακοινώνητος άνθρωπος•
нелюдимый характер ακοινώνητος χαρακτήρας.
2. ασύχναστος, έρημος. -
18 ακοινωνατος
-
19 ακοινωνήτως
ἀκοινώνητοςnot shared with: adverbialἀκοινώνητοςnot shared with: masc /fem acc pl (doric) -
20 ἀκοινωνήτως
ἀκοινώνητοςnot shared with: adverbialἀκοινώνητοςnot shared with: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
ἀκοινώνητος — not shared with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοινώνητος — η, ο (Α ἀκοινώνητος, ον) και ακοινώνιστος 1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους 2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος 3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη «πέθανε ακοινώνητος» μσν. εκείνος που έχει αφοριστεί,… … Dictionary of Greek
ακοινώνητος — η, ο 1. αυτός που αποφεύγει τις συναναστροφές: Ζούσε ακοινώνητος σ ένα σπιτάκι έξω από το χωριό. 2. αυτός που δε μεταλαβαίνει ή που η εκκλησία απόκλεισε από την αγία μετάληψη: Έχει κλείσει χρόνο ακοινώνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοινωνητότερον — ἀκοινώνητος not shared with adverbial comp ἀκοινώνητος not shared with masc acc comp sg ἀκοινώνητος not shared with neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνήτως — ἀκοινώνητος not shared with adverbial ἀκοινώνητος not shared with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινώνητον — ἀκοινώνητος not shared with masc/fem acc sg ἀκοινώνητος not shared with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνήτοις — ἀκοινώνητος not shared with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνήτου — ἀκοινώνητος not shared with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνήτους — ἀκοινώνητος not shared with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνήτων — ἀκοινώνητος not shared with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοινωνήτῳ — ἀκοινώνητος not shared with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)