Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκμαία

См. также в других словарях:

  • ἀκμαῖα — ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμαία — ἀκμαί̱ᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc/acc dual ἀκμαί̱ᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμαίᾳ — ἀκμαί̱ᾱͅ , ἀκμαῖος in full bloom fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουροδελή — Τάξη αμφίβιων, που χαρακτηρίζονται από τη μονιμότητα της ουράς, η οποία, αντίθετα, λείπει στα ακμαία άνουρα. Τα ο. έχουν σχήμα επίμηκες, όμοιο με των σαυρών. Το μήκος τους, που γενικά είναι περίπου 20 εκ., ποικίλλει από 4 εκ. έως 1,50 μ. Τα άκρα… …   Dictionary of Greek

  • νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… …   Dictionary of Greek

  • ορθόπτερα — Τάξη εντόμων ποικίλων διαστάσεων, με τυπικά μασητικά στοματικά όργανα, μπροστινές πτέρυγες μεταμορφωμένες σε καλυπτήριο υμένα ή περγαμηνοειδούς σύστασης και ατελούς μεταμόρφωσης. Το κεφάλι είναι μεγάλο, ισχυρό, γενικά υπογναθικό. Τα ο. έχουν… …   Dictionary of Greek

  • άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… …   Dictionary of Greek

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»