-
1 ακμαία
ἀκμαί̱ᾱ, ἀκμαῖοςin full bloom: fem nom /voc /acc dualἀκμαί̱ᾱ, ἀκμαῖοςin full bloom: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκμαί̱ᾱͅ, ἀκμαῖοςin full bloom: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακμαία
-
3 ἀκμαῖα
-
4 ἀκμαία
Βλ. λ. ακμαία -
5 ἀκμαίᾳ
Βλ. λ. ακμαία -
6 ἀ-μολγαῖος
ἀ-μολγαῖος 3 (ἀμολγός), μᾶζα ἀμολγαίη Hes. O. 590, gut aufgegangener, strotzender Kuchen nach Buttm. Lexil. II p. 45, VLL. ἀκμαία, Ath. III, 115 a ποιμενικὴ καὶ ἀκμαία, wo die erstere Erkl., die auch Eratosthenes gab, an ἀμορβαῖος erinnert, oder geradezu Melk-, Milchkuchen bezeichnen sollte; μαστὸς ἀμ. Leon. T. 98 (VII, 657) das straffe Euter.
-
7 ὀργάς
ὀργάς, άδος, ἡ, sc. γῆ, nach Tim. lex. Plat. ἡ εὔγειος, λιπαρά, ἀκμαία, vgl. Ruhnk. dazu p. 195, eine feuchte, wohlbewässerte, üppig fruchtbare Gegend, Marschland; πρὸς Ἴδης ὀργάδας, Eur. Rhes. 282; Bacch. 340; Xen. Cyn. 10, 19 vrbdt εἰς τὰς ὀργάδας καὶ τὰ ἕλη καὶ τὰ ὕδατα; bes. Aue, Viehweide, ποιμενίαν ἀν' ὀργάδα μέλπεται Ἀχώ, Satyr. Th. 2 ( Plan. 153); D. Hal. u. a. Sp.; εὐάροτος, Agath. 30 (VI, 41). – Bes. nach Poll. 1, 10 die den Göttern geheiligten, fruchtbaren Plätze; Harpocr. v. ὀργεῶναι vrbdt ἐν ταῖς ὀργάσι καὶ τοῖς ἄλσεσι, zu Dem. 13, 22 ἀποτεμνομένους τὴν ὀργάδα aber faßt er es allgemeiner: τὰ λοχμώδη καὶ ὀρεινὰ χωρία καὶ οὐκ ἐπεργαζόμενα; es ist aber hier, wie Plut. Pericl. 30, τέμενος, ἀποτέμνεσϑαι τὴν ἱερὰν ὀργάδα, so zu nehmen, wie es erklärt wird Hellad. Chrestom. p. 19: ἰδίως ἐκάλουν οἱ Ἆϑηναῖοι τὴν ταῖν ϑεαῖν ἀνειμένην τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ καὶ τῆς Μεγαρίδος. – Uebh. als adj. von Fruchtbarkeit, Fülle strotzend, übertr., ϑυγατέρες εἰς λέχος ὀργάδες, zur Che vollreife Mädchen, mannbare, Nicet.
-
8 ἀκμαῖος
A in full bloom, at prime, vigorous, ;ἥβη Id.Th.11
; ἀκμαῖος φύσιν in the prime of strength, Id.Pers. 441;ἀ. τὸν ὀργήν Luc.Tim.3
;κάλλει ἀκμαία Epigr.Gr.127
;τὸ ἀκμαιότατον D.H.5.22
; ἀκμαίων λέσχη at Chalcis, Plu.2.298d:—ἀ. πρὸς ἔρωτα AP7.221
, cf. Luc.DDeor.8.2, Ael.NA15.10. Adv.ἀκμαίως, ἔχειν κατὰ τὴν ἡλικίαν Plb.31.29.7
: [comp] Comp. - ότερον more vigorously, Gal.4.525:—of things, at the height, ὁ ἀκμαιότατος καιρὸς τῆς ἡμέρας, i. e. noon, Plb.3.102.1;τὸ ἀ. τοῦ χειμῶνος Arr.An.4.7.1
, etc.2 Rhet., belonging to the supreme effort, culmination of oratory, ἔννοιαι, λόγος, Hermog.Id.1.7, Inv.4.4: [comp] Comp., Id.1.10.II in time, in season,ἀ. καιρός PTeb.24.56
(ii B. C., [comp] Sup.); ἀ. ἡμέραι the seasonable days, Ath.5.180c, cf. AP10.2 (Antip.Sid.): neut. pl. as Adv.,ἀκμαἶ' ἂν μόλοι S.Aj. 921
(cj.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκμαῖος
-
9 ἀμολγαῖος
A made with milk,μᾶζα ἀ. Hes.Op. 590
; also expl. as = ἀκμαία (from ἀμολγός, Achaean for ἀκμή), bread of the best flour, Ath.3.115a, cf. Eust.1018.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμολγαῖος
-
10 ὑποψηνίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποψηνίζω
-
11 ἀμολγός
Grammatical information: m., (adj.)Meaning: `darkness'. Only (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῳ̃ (Il. Λ 173, Ο 324, Χ 28, 317, 4 841). As adj. (prob. a secondary, learned development), E. Fr. 104 ἀμολγὸν νύκτα Εὑριπίδης Άλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν. οἱ δε μέρος τῆς νυκτὸς καθ' ὅ ἀμέλγουσιν.Other forms: ὀμολγῳ̃ ζόφῳ Η. (ms. ὁμολογῶ)Derivatives: ἀμολγαῖος: μάζα ἀμολγαίη Hes. Op. 590 (s. below), ἀμολγαῖον μαστὸν ἀνασχόμενος AP 7, 657 (Leon.). ἀμολγάζει μεσημβρίζει H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The meaning was already lost in antiquity. If a verbal noun of ἀμέλγω, ἀμολγός is `the milking' (oxytonesis then secondary). The expression μάζα ἀμολγαίη in Hesiod is interpreted by Proklos and in EM s. μάζα as ἀκμαία: τὸ γὰρ ἀμολγὸν ἐπὶ τοῦ ἀκμαίου τίθεται. Thus also Eustathios on Ο 324: Άχαιοὶ δε κατὰ τοὺς γλωσσογράφους ἀμολγὸν την ἀκμήν φασι. But this meaning may have been derived from the text (Leumann Hom. Wörter 274). Nilsson Primitive Timereckoning 35f. took it as the time of milking at the beginning of the night. DELG thinks this interpretation more probable than that as `fullness'. Extensive lit. in DELG and Frisk III, e.g. Kretschmer Glotta 22, 262f.; 11, 108; 13, 166f.; Wahrmann Glotta 13, 98ff.; Leumann Hom. Wörter 164; Bolling AJPh. 78, 1958, 165-172; Szemerényi, Gnomon 43, 1971, 654. In my view (ε.) ν. α. simply means `in the darkness of the night', in Λ and Ο of beasts of prey attacking `in (the protection of) the darkness of the night', in Χ of stars being visible in the darkness. The latter excludes an indication of time, and shows that it must be a clear night, so that a connection with `milk(ing)' is excluded. It may be confirmed by the glosses ζόφῳ and ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν. - If ὁμολογω point to *ὀμολγός, and if the ὀ- is not simply due to assimilation, the alternation ἀ\/ὀ- would point to a substr. word.Page in Frisk: 1,94Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμολγός
См. также в других словарях:
ἀκμαῖα — ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαία — ἀκμαί̱ᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc/acc dual ἀκμαί̱ᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαίᾳ — ἀκμαί̱ᾱͅ , ἀκμαῖος in full bloom fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουροδελή — Τάξη αμφίβιων, που χαρακτηρίζονται από τη μονιμότητα της ουράς, η οποία, αντίθετα, λείπει στα ακμαία άνουρα. Τα ο. έχουν σχήμα επίμηκες, όμοιο με των σαυρών. Το μήκος τους, που γενικά είναι περίπου 20 εκ., ποικίλλει από 4 εκ. έως 1,50 μ. Τα άκρα… … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… … Dictionary of Greek
ορθόπτερα — Τάξη εντόμων ποικίλων διαστάσεων, με τυπικά μασητικά στοματικά όργανα, μπροστινές πτέρυγες μεταμορφωμένες σε καλυπτήριο υμένα ή περγαμηνοειδούς σύστασης και ατελούς μεταμόρφωσης. Το κεφάλι είναι μεγάλο, ισχυρό, γενικά υπογναθικό. Τα ο. έχουν… … Dictionary of Greek
άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek