-
1 ακιδωτός
-
2 ἀκιδωτός
-
3 ἀκιδωτός
-ή,-όν A 0-0-0-1-0=1 Prv 25,18pointed; neol.? -
4 ακιδωτών
ἀκιδωτόνneut gen plἀκιδωτόςpointed: fem gen plἀκιδωτόςpointed: masc /neut gen plἀκιδωτόςpointed: masc gen pl -
5 ἀκιδωτῶν
ἀκιδωτόνneut gen plἀκιδωτόςpointed: fem gen plἀκιδωτόςpointed: masc /neut gen plἀκιδωτόςpointed: masc gen pl -
6 ακιδωτά
ἀκιδωτόνneut nom /voc /acc plἀκιδωτόςpointed: neut nom /voc /acc plἀκιδωτά̱, ἀκιδωτόςpointed: fem nom /voc /acc dualἀκιδωτά̱, ἀκιδωτόςpointed: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ἀκιδωτά
ἀκιδωτόνneut nom /voc /acc plἀκιδωτόςpointed: neut nom /voc /acc plἀκιδωτά̱, ἀκιδωτόςpointed: fem nom /voc /acc dualἀκιδωτά̱, ἀκιδωτόςpointed: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 ακιδωτόν
ἀκιδωτόνneut nom /voc /acc sgἀκιδωτόςpointed: masc acc sgἀκιδωτόςpointed: neut nom /voc /acc sgἀκιδωτόςpointed: masc acc sg -
9 ἀκιδωτόν
ἀκιδωτόνneut nom /voc /acc sgἀκιδωτόςpointed: masc acc sgἀκιδωτόςpointed: neut nom /voc /acc sgἀκιδωτόςpointed: masc acc sg -
10 ἀνηκίδωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνηκίδωτος
-
11 ἀκή 1
ἀκή 1.Grammatical information: f.Compounds: see s.v. - ήκης.Derivatives: From ἀκίς: ἀκίδιον `small barb' (BCH 29, 572), ἀκιδωτός `pointed' (Paul. Aeg.), also plant names like ἀκιδωτόν (Dsc.), passive vb. adj. ἠκιδωμένος (IG 2, 807). But ἀκίσκλων (gen. pl. BGU 1028, 12; 16, IIp) from Lat. acisculum `the small pointed hammer of a stone-mason', cf. Schubart's comment.Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ-Etymology: Prob. from a root noun, Schwyzer 465. - Derived from a root ἀκ- `sharp', seen in several other foms.Page in Frisk: 1,52Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκή 1
См. также в других словарях:
ἀκιδωτός — pointed masc nom sg ἀκιδωτός pointed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακιδωτός — ή, ό και αγκιδωτός (Α ἀκιδωτός, ή, ὸν) [ἀκίς] οξύς, αιχμηρός … Dictionary of Greek
ἀκιδωτά — ἀκιδωτόν neut nom/voc/acc pl ἀκιδωτός pointed neut nom/voc/acc pl ἀκιδωτά̱ , ἀκιδωτός pointed fem nom/voc/acc dual ἀκιδωτά̱ , ἀκιδωτός pointed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιδωτῶν — ἀκιδωτόν neut gen pl ἀκιδωτός pointed fem gen pl ἀκιδωτός pointed masc/neut gen pl ἀκιδωτός pointed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιδωτόν — neut nom/voc/acc sg ἀκιδωτός pointed masc acc sg ἀκιδωτός pointed neut nom/voc/acc sg ἀκιδωτός pointed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκιδωτός — ή, ό αυτός που έχει αγκίδες, ο ακιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκιδωτός < ἀκίς] … Dictionary of Greek
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
ανηκίδωτος — ἀνηκίδωτος, ον (Α) [ακιδωτός] ο χωρίς ακίδα, αυτός που δεν έχει αιχμή … Dictionary of Greek
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
επίλογχος — (I) ἐπίλογχος, ον (Α) 1. φρ. «ἐπίλογχον βέλος» βέλος με αιχμηρή άκρη 2. οξύληκτος, ακιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «αιχμή δόρατος, δόρυ, ξίφος»]. (II) ἐπίλογχος, ον (Α) αυτός που λαμβάνεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «κλήρος, μοίρα»… … Dictionary of Greek