-
1 ἀνηκίδωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνηκίδωτος
-
2 ανηκίδωτοι
-
3 ἀνηκίδωτοι
См. также в других словарях:
ανηκίδωτος — ἀνηκίδωτος, ον (Α) [ακιδωτός] ο χωρίς ακίδα, αυτός που δεν έχει αιχμή … Dictionary of Greek
ἀνηκίδωτοι — ἀνηκίδωτος without point masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)