-
1 ακατάσκευος
-
2 ἀκατάσκευος
-
3 ἀκατάσκευος
ἀκατά-σκευος, ον,II in Lit. Crit., without artifice or elaboration, Phld.Rh.1.8S., D.H.Th.27, Philostr. V A6.11; epith. of orator, Plu. 2.835b. Adv.- ως Plb.6.4.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάσκευος
-
4 ακατασκευοτέρα
ἀκατασκευοτέρᾱ, ἀκατάσκευοςlacking equipment: fem nom /voc /acc comp dualἀκατασκευοτέρᾱ, ἀκατάσκευοςlacking equipment: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
5 ἀκατασκευοτέρα
ἀκατασκευοτέρᾱ, ἀκατάσκευοςlacking equipment: fem nom /voc /acc comp dualἀκατασκευοτέρᾱ, ἀκατάσκευοςlacking equipment: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
6 ακατασκεύως
ἀκατάσκευοςlacking equipment: adverbialἀκατάσκευοςlacking equipment: masc /fem acc pl (doric) -
7 ἀκατασκεύως
ἀκατάσκευοςlacking equipment: adverbialἀκατάσκευοςlacking equipment: masc /fem acc pl (doric) -
8 ακατάσκευον
ἀκατάσκευοςlacking equipment: masc /fem acc sgἀκατάσκευοςlacking equipment: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀκατάσκευον
ἀκατάσκευοςlacking equipment: masc /fem acc sgἀκατάσκευοςlacking equipment: neut nom /voc /acc sg -
10 ακατασκεύου
-
11 ἀκατασκεύου
-
12 ακατασκεύους
-
13 ἀκατασκεύους
-
14 ακατασκεύω
-
15 ἀκατασκεύῳ
-
16 ακατασκεύων
-
17 ἀκατασκεύων
-
18 ακατάσκευα
-
19 ἀκατάσκευα
См. также в других словарях:
ἀκατάσκευος — lacking equipment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσκευος — η, ο (Α ἀκατάσκευος, ον) [κατασκευή] ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός μσν. άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος αρχ. 1. απλός, αστόλιστος, γυμνός «τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν»… … Dictionary of Greek
ἀκατασκεύως — ἀκατάσκευος lacking equipment adverbial ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάσκευον — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem acc sg ἀκατάσκευος lacking equipment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασκεύου — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασκεύους — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασκεύων — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασκεύῳ — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάσκευα — ἀκατάσκευος lacking equipment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατασκεύαστος — η, ο (Α ἀκατασκεύαστος, ον) [κατασκευάζω] αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος αρχ. 1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, τού οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία «ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6) 2. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ἀκατασκευοτέρα — ἀκατασκευοτέρᾱ , ἀκατάσκευος lacking equipment fem nom/voc/acc comp dual ἀκατασκευοτέρᾱ , ἀκατάσκευος lacking equipment fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)