-
1 ακατάλλακτος
-
2 ἀκατάλλακτος
-
3 ακαταλλακτος
-
4 ἀκατάλλακτος
ἀκατάλλακτος, ον,A irreconcilable, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, D.S.12.20. Adv.-τως, πολεμεῖν D.11.4
;διακεῖσθαι πρός τινα Plb.11.29.13
;ἔχειν Ph.1.507
; μισεῖν ib. 479.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάλλακτος
-
5 ακαταλλάκτως
ἀκατάλλακτοςirreconcilable: adverbialἀκατάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc pl (doric) -
6 ἀκαταλλάκτως
ἀκατάλλακτοςirreconcilable: adverbialἀκατάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc pl (doric) -
7 ακατάλλακτον
ἀκατάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc sgἀκατάλλακτοςirreconcilable: neut nom /voc /acc sg -
8 ἀκατάλλακτον
ἀκατάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc sgἀκατάλλακτοςirreconcilable: neut nom /voc /acc sg -
9 ακαταλλάκτου
-
10 ἀκαταλλάκτου
-
11 ακαταλλάκτους
-
12 ἀκαταλλάκτους
-
13 ακατάλλακτα
-
14 ἀκατάλλακτα
-
15 ακατάλλακτοι
-
16 ἀκατάλλακτοι
См. также в других словарях:
ακατάλλακτος — ἀκατάλλακτος, ον (Α) [καταλλάσσω] εκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20) … Dictionary of Greek
ἀκατάλλακτος — irreconcilable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλάκτως — ἀκατάλλακτος irreconcilable adverbial ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλλακτον — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc sg ἀκατάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλάκτου — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλάκτους — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλλακτα — ἀκατάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλλακτοι — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՀԱՇՏ — ( ) NBH 1 0180 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c ա. ἁκατάλλακτος, ἅσπονδος, ἁσύμβατος implacabilis, pacificatione alienus, irreconciliabilis Որ ոչ հաշտի. անհաշտելի. անողոքելի. եւ ուր չիք նշան հաշտութեան. ... *Ի մէջ երկուց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)