-
1 ακαταλλακτος
См. также в других словарях:
ακατάλλακτος — ἀκατάλλακτος, ον (Α) [καταλλάσσω] εκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20) … Dictionary of Greek
ἀκατάλλακτος — irreconcilable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλάκτως — ἀκατάλλακτος irreconcilable adverbial ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλλακτον — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc sg ἀκατάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλάκτου — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλάκτους — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλλακτα — ἀκατάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλλακτοι — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՀԱՇՏ — ( ) NBH 1 0180 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c ա. ἁκατάλλακτος, ἅσπονδος, ἁσύμβατος implacabilis, pacificatione alienus, irreconciliabilis Որ ոչ հաշտի. անհաշտելի. անողոքելի. եւ ուր չիք նշան հաշտութեան. ... *Ի մէջ երկուց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)