Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκατάλλακτος

См. также в других словарях:

  • ακατάλλακτος — ἀκατάλλακτος, ον (Α) [καταλλάσσω] εκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20) …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάλλακτος — irreconcilable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλάκτως — ἀκατάλλακτος irreconcilable adverbial ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάλλακτον — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc sg ἀκατάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλάκτου — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλάκτους — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάλλακτα — ἀκατάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάλλακτοι — ἀκατάλλακτος irreconcilable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՀԱՇՏ — ( ) NBH 1 0180 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c ա. ἁκατάλλακτος, ἅσπονδος, ἁσύμβατος implacabilis, pacificatione alienus, irreconciliabilis Որ ոչ հաշտի. անհաշտելի. անողոքելի. եւ ուր չիք նշան հաշտութեան. ... *Ի մէջ երկուց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»