-
1 ακαταμάχητος
-
2 ἀκαταμάχητος
-
3 ακαταμαχητος
-
4 ακαταμάχητος
η, ο [ος, ον ]1) непобедимый; непреоборимый; 2)неотразимый, неопровержимый;ακαταμάχητοςο επιχείρημα — неотразимый довод
-
5 ἀκαταμάχητος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Wis 5,19unconquerable; neol. -
6 ακαταμάχητος
[акатамахитос] επ непобедимый, неопровержимый. -
7 ἀκαταμάχητος
ἀκατα-μάχητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαταμάχητος
-
8 ἀκαταμάχητος
ἀ-κατα-μάχητος, ἀ-κατά-μαχος, unbekämpfbar -
9 ακαταμάχητον
ἀκαταμάχητοςunconquerable: masc /fem acc sgἀκαταμάχητοςunconquerable: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀκαταμάχητον
ἀκαταμάχητοςunconquerable: masc /fem acc sgἀκαταμάχητοςunconquerable: neut nom /voc /acc sg -
11 ἀ-πρός-οιστος
ἀ-πρός-οιστος, unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., -στως, ἔχειν Isocr. 9, 49.
-
12 αδιαμάχητος
η, ο см. ακαταμάχητος -
13 ακαταπολέμητος
η, ο [ος, ον ] см. ακαταμάχητος;ακαταπολέμητη αρρώστια — непобеждённая болезнь
-
14 αμάχητος
ος, ον см. ακαταμάχητος -
15 ακαταμαχήτοις
-
16 ἀκαταμαχήτοις
-
17 ακαταμαχήτου
-
18 ἀκαταμαχήτου
-
19 ακαταμαχήτους
-
20 ἀκαταμαχήτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκαταμάχητος — unconquerable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταμάχητος — η, ο (Α ἀκαταμάχητος, ον) [καταμάχομαι] εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος «ἀκαταμάχητα ὅπλα» νεοελλ. αυτός που δεν αντικρούεται «ακαταμάχητα επιχειρήματα» … Dictionary of Greek
ακαταμάχητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί, ακατανίκητος: Τις κατηγορίες εναντίον του απέκρουσε με επιχειρήματα ακαταμάχητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταμάχητον — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem acc sg ἀκαταμάχητος unconquerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτοις — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτου — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτους — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτων — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμαχήτῳ — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμάχητα — ἀκαταμάχητος unconquerable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμάχητοι — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)