1 ακαταμαχητος
Древнегреческо-русский словарь > ακαταμαχητος
2 δυσκαταμαχητος
(ταῦρος ἀγριώτατος καὴ παντελῶς δ. Diod.)
Древнегреческо-русский словарь > δυσκαταμαχητος