Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκαρί

См. также в других словарях:

  • άκαρι — ( εως), το (Α ἀκαρί, τό) νεοελλ. κάθε μέλος τής υφομοταξίας Ακάρεα* αρχ. είδος τής υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός».… …   Dictionary of Greek

  • άκαρι — το εως, πληθ. εα (ζωολ.), παρασιτικό ζωύφιο που προκαλεί στον άνθρωπο την ψώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκαρι σκόνης — Μικροσκοπικό ζωύφιο σαν αράχνη, που ευδοκιμεί στη σκόνη του σπιτιού και είναι συνηθισμένη αιτία αλλεργικής αντίδρασης …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

  • ερίνωση — Ασθένεια του αμπελιού που οφείλεται στο μικροσκοπικό άκαρι εριόφυοςφυτόπτης. Το άκαρι αυτό ζει ομαδικά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και προκαλεί στο έλασμα χαρακτηριστικά στρογγυλά κηκίδια, κυρτά και λεία από πάνω, κοίλα, επενδεδυμένα με… …   Dictionary of Greek

  • Acari — For other uses, see Acari (disambiguation). Acari Temporal range: Early Devonian–Recent …   Wikipedia

  • ακαρεοφοβία — η Ιατρ. παθολογικός φόβος για την ψώρα. Εμφανίζεται λόγω ψευδαισθήσεων και στους κοκαϊνομανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακάρεα* + φοβία* απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. acarophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < acaro (< νεολατιν.… …   Dictionary of Greek

  • ακαροειδής — ( ούς), ές [άκαρι] αυτός που μοιάζει με άκαρι* …   Dictionary of Greek

  • Acarina — Taxobox name = Mite| image width = 200px image caption = Peacock mite, Tuckerella sp. regnum = Animalia phylum = Arthropoda subphylum = Chelicerata classis = Arachnida subclassis = Acari subclassis authority = Leach, 1817 subdivision ranks =… …   Wikipedia

  • Акарициды — (от др. греч. ἄκαρι  клещ и лат. caedo  убиваю)  различные химические препараты для борьбы с клещами сельскохозяйственных культур, продуктов, с паразитами домашних животных и птицы. А …   Википедия

  • Акарология — Раздел зоологии Акарология …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»