-
1 ακαλήφαι
-
2 ἀκαλῆφαι
-
3 κραναός
A rocky, rugged, in Hom. always of Ithaca (exc. in Il.3.445 where it is pr. n. of an island), Il.3.201, Od. 1.247, al.; of Delos, Pi.I.1.3; freq. of Athens, Id.O.7.82, etc.: hence as pr. n., Κραναὰ πόλις Athens, Ar.Ach.75; simplyαἱ Κρανααί Id.Av. 123
; ἡ Κραναά of the Acropolis, Id.Lys. 481; Κραναοί the people of Attica, Hdt.8.44, Str.9.1.18; παῖδες Κραναοῦ (Cranaos being a mythic king of Athens) A.Eu. 1011 (anap.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραναός
-
4 μητρίδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρίδιος
-
5 κνήφη
Grammatical information: f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Connected with κνῆ-ν `scratch, itch' with φ-suffix as in ἀκαλήφη, s.v. Direct connection with κνάφος, κνάπτω is improbable. - Note κνίφεα κνίδας H., with - ι- from κνίδη, κνίζω. Quite doubtfull σκνῆφαι (prob. for ἀκαλῆφαι) as explanation of κνῖδαι (H.). If right, cf. σκνίψ beside κνίψ.Page in Frisk: 1,884Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κνήφη
См. также в других словарях:
ἀκαλῆφαι — ἀκαλήφη stinging nettle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα … Dictionary of Greek