-
1 κνίδη
-
2 κνίδη
κνί̱δη, κνίδηnettle: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κνί̱δῃ, κνίδηnettle: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 κνίδῃ
Βλ. λ. κνίδη -
4 κνίδη
-ης ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Jb 31,40 -
5 κνίδα
κνί̱δᾱ, κνίδηnettle: fem nom /voc /acc dualκνί̱δᾱ, κνίδηnettle: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 κνίδας
κνί̱δᾱς, κνίδηnettle: fem acc plκνί̱δᾱς, κνίδηnettle: fem gen sg (doric aeolic) -
7 κνί̄δη
κνί̄δηGrammatical information: f.Meaning: `nettle, sea-nettle' (Hp., Arist., Theoc.).Derivatives: κνίδειος `belonging to κνίδη' (Theognost.); κνιδᾶται ( κνηδ- cod.) δάκνεται, ἴσως ἀπὸ τῆς πόας and κνιδῶντες (- δοντες cod.) κνίδῃ μαστιγοῦντες H.; κνιδώσεις pl. `itching, caused by a nettle' (Hp.), as if from *κνιδόω; cf. the many formations in -( ω)σις in medic. and techn. S. Chantraine Formation 284ff.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: To κνίζω `scratch, sting' (s. v.), but the ῑ is long. Cf. κνῖσα. - An agreeing form with short vowel is MIr. cned `wound', IE. *knĭdā.See also:.Page in Frisk: 1,884Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κνί̄δη
-
8 κνίδαι
-
9 κνῖδαι
-
10 κνιδών
-
11 κνιδῶν
-
12 κνίδαι
κνί̱δᾱͅ, κνίδηnettle: fem dat sg (doric aeolic) -
13 κνίδαις
κνί̱δαις, κνίδηnettle: fem dat pl -
14 κνίδαισι
κνί̱δαισι, κνίδηnettle: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
15 κνίδην
κνί̱δην, κνίδηnettle: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 κνίδης
κνί̱δης, κνίδηnettle: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 κατακνιδεύω
A = καταξύω, Hsch. (prob. f.l. for [dialect] Lacon. κατέκνιδδεν, cf. sq.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακνιδεύω
-
18 κνιδᾶται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνιδᾶται
-
19 κνίζα
-
20 κνίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κνίδη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 443 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΑ της πόλης των Γρεβενών. Αποτελεί έδρα του δήμου Βεντζίου. Τον Μάιο του 1995 καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή. * … Dictionary of Greek
κνίδη — κνί̱δη , κνίδη nettle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίδῃ — κνί̱δῃ , κνίδη nettle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῖδαι — κνίδη nettle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… … Dictionary of Greek
ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… … Dictionary of Greek
κνίδα — η 1. κνίδωση 2. τσουκνίδα, κνίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνίδη] … Dictionary of Greek
κνίδειος — κνίδειος, εία, ον (Α) [κνίδη] αυτός που ανήκει στην κνίδη, στην τσουκνίδα … Dictionary of Greek
κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… … Dictionary of Greek
κνίφος — κνίφος, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κνίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυμίζει το κνήφη* (< κνῶ). Το ι οφείλεται πιθ. σε επίδραση τών συγγενών κνίζω, κνίδη] … Dictionary of Greek
κνίδα — κνί̱δᾱ , κνίδη nettle fem nom/voc/acc dual κνί̱δᾱ , κνίδη nettle fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)