-
1 ακίβδηλος
-
2 ἀκίβδηλος
-
3 ἀκίβδηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκίβδηλος
-
4 ακιβδήλως
-
5 ἀκιβδήλως
-
6 ακίβδηλον
-
7 ἀκίβδηλον
-
8 ακιβδήλοις
-
9 ἀκιβδήλοις
-
10 ακιβδήλου
-
11 ἀκιβδήλου
-
12 ακιβδήλους
-
13 ἀκιβδήλους
-
14 ακιβδήλω
-
15 ἀκιβδήλῳ
-
16 ακιβδήλων
-
17 ἀκιβδήλων
-
18 ακίβδηλα
-
19 ἀκίβδηλα
-
20 ακίβδηλοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακίβδηλος — ακίβδηλος, η, ο και ακιβδήλευτος, η, ο 1. (για νομίσματα), ανόθευτος, γνήσιος: Το νόμισμα αυτό είναι ακίβδηλο. 2. μτφ., ειλικρινής, απονήρευτος: Είχε πάντα χαρακτήρα ακίβδηλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκίβδηλος — unadulterated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίβδηλος — η, ο (Α ἀκίβδηλος, ον) [κίβδηλος] (κυρίως για νομίσματα) ανόθευτος, γνήσιος αρχ. (για πρόσωπα) άδολος, έντιμος, ειλικρινής … Dictionary of Greek
ἀκιβδήλως — ἀκίβδηλος unadulterated adverbial ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίβδηλον — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem acc sg ἀκίβδηλος unadulterated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιβδήλοις — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιβδήλου — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιβδήλους — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιβδήλων — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιβδήλῳ — ἀκίβδηλος unadulterated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίβδηλα — ἀκίβδηλος unadulterated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)