-
1 Ακέστωρ
-
2 Ἀκέστωρ
-
3 ακέστωρ
-
4 ἀκέστωρ
-
5 ἀκέστωρ
ἀκέστωρ, ορος, ὁ. Arzt, Retter, Phöbus, bei Eur. Andr. 882.
-
6 ακεστωρ
- ορος (ᾰ) ὅ целитель, спаситель ( эпитет Феба-Аполлона) Eur. -
7 ἀκέστωρ
ἀκέστωρ, Arzt, Retter, Phöbus -
8 ἀκέστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέστωρ
-
9 Ακέστορ'
Ἀκέστορα, Ἀκέστωρmasc acc sgἈκέστορι, Ἀκέστωρmasc dat sgἈκέστορε, Ἀκέστωρmasc nom /voc /acc dual -
10 Ἀκέστορ'
Ἀκέστορα, Ἀκέστωρmasc acc sgἈκέστορι, Ἀκέστωρmasc dat sgἈκέστορε, Ἀκέστωρmasc nom /voc /acc dual -
11 ακέστορ'
ἀκέστορα, ἀκέστωρhealer: masc acc sgἀκέστορι, ἀκέστωρhealer: masc dat sgἀκέστορε, ἀκέστωρhealer: masc nom /voc /acc dual -
12 ἀκέστορ'
ἀκέστορα, ἀκέστωρhealer: masc acc sgἀκέστορι, ἀκέστωρhealer: masc dat sgἀκέστορε, ἀκέστωρhealer: masc nom /voc /acc dual -
13 ακέστορος
-
14 Ακεστόρων
-
15 Ἀκεστόρων
-
16 Ακέστορα
-
17 Ἀκέστορα
-
18 Ακέστορας
-
19 Ἀκέστορας
-
20 Ακέστορες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀκέστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστωρ — healer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] … Dictionary of Greek
Ἀκεστόρων — Ἀκέστωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστόρων — ἀκέστωρ healer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορ — ἀκέστωρ healer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορα — Ἀκέστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορα — ἀκέστωρ healer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορας — Ἀκέστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορας — ἀκέστωρ healer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορες — Ἀκέστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)