Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀκέστωρ

См. также в других словарях:

  • Ἀκέστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέστωρ — healer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] …   Dictionary of Greek

  • Ἀκεστόρων — Ἀκέστωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεστόρων — ἀκέστωρ healer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέστορ — ἀκέστωρ healer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκέστορα — Ἀκέστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέστορα — ἀκέστωρ healer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκέστορας — Ἀκέστωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέστορας — ἀκέστωρ healer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκέστορες — Ἀκέστωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»