-
1 αθετως
1) не по закону, беззаконно(κρατύνειν Aesch.)
2) неподходяще, неподобающеἀ. ἔχειν πρός τι Plut. — не годиться для чего-л.
См. также в других словарях:
ἀθέτως — ἄθετος without position adverbial ἄθετος without position masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] … Dictionary of Greek