-
1 αθετως
1) не по закону, беззаконно(κρατύνειν Aesch.)
2) неподходяще, неподобающеἀ. ἔχειν πρός τι Plut. — не годиться для чего-л.
См. также в других словарях:
κρατύνειν — κρατύ̱νειν , κρατύνω strengthen pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… … Dictionary of Greek