Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθύρων

См. также в других словарях:

  • ἀθύρων — ἄθυρος withoutdoor masc/fem/neut gen pl ἀθύ̱ρων , ἀθύρω play pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»